14-02-2017

Οι αποδείξεις πληθαίνουν για τη σχέση ουρικής αρθρίτιδας και καρδιαγγειακής νόσου!!! Δ. Καρόκης, Ρευματολόγος, (dkarokis@hotmail.com).

Οι αποδείξεις πληθαίνουν για τη σχέση ουρικής αρθρίτιδας και καρδιαγγειακής νόσου!!!
Δ. Καρόκης, Ρευματολόγος, (dkarokis@hotmail.com).
 
 
Πρόσφατη δημοσίευση στο Annals of the Rheumatic Diseases  έρχεται να προσθέσει νέες αποδείξεις για τη σχέση ουρικής αρθρίτιδας και καρδιαγγειακής νόσου, ένα θέμα που έχει λάβει μεγάλη ερευνητική και κλινική σημασία τα τελευταία χρόνια. 
Ερευνητές από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Alicante  (Ισπανία), μελέτησαν το προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου 237 ασθενών που εξετάστηκαν στο εξωτερικό ρευματιολογικό ιατρείο (πάνω από τους μισούς παραπέμφθηκαν από το τμήμα επειγόντων περιστατικών), από τους οποίους 93.2% είχε τουλάχιστον έναν παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε συγκεκριμένη καρδιαγγειακή διερεύνηση, που περιλάμβανε αρχικά τον υπολογισμό των βαθμολογιών κινδύνου (risk scores) Systematic Coronary Evaluation (SCORE) και Framingham Heart Study (FHS) risk score. 
O καρδιαγγειακός κίνδυνος κατηγοριοποιήθηκε σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες του 2011 ως εξής:
- SCORE κάτω από 1% , ως χαμηλός κίνδυνος
- SCORE μεταξύ 1% και 4%, ως μέτριος κίνδυνος
- SCORE μεταξύ 5% και 9%, μη επιπλεγμένος σακχαρώδης διαβήτης, εκτιμώμενος ρυθμός σωληναριακής διήθησης  (eGFR) από 30 έως 59 mL/min, πάχος έσω χιτώνα (intima media thickness, IMT) στο τρίπλεξ καρωτίδων  πάνω από 0.9 mm, ως υψηλός κίνδυνος
- Ασθενείς με γνωστό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, γνωστές αθηρωματικές πλάκες στις καρωτίδες, eGFR κάτω από 30 mL/min, ή με SCORE πάνω από 9%, ως πολύ υψηλός κίνδυνος.
Η αρχική κατηγοριοποίηση ανέδειξε ότι το 40.1 % των ασθενών ανήκε στην κατηγορία «πολύ υψηλού κινδύνου». Όταν όμως οι 142 ασθενείς των τριών πρώτων κατηγοριών (χαμηλού, μέσου και υψηλού κινδύνου) υποβλήθηκαν σε τρίπλεξ καρωτίδων, αναδείχθηκαν μεγάλα ποσοστά πάχυνσης έσω χιτώνα (64 ασθενείς, 45.1%, 95% CI 36.8%-53.3%), ή αθηρωματικών πλακών (66 ασθενείς, 46.5%, 95% CI 37.8%- 54.2%, αμφοτερόπλευρα σε 27 ασθενείς), ή και τα δύο (44 ασθενείς, 31%).  
Αυτό είχε ως συνέπεια να «αναβαθμιστεί» η κατηγορία καρδιαγγειακού κινδύνου σε «πολύ υψηλό» για  80 ασθενείς (1 από την κατηγορία χαμηλού κινδύνου, 42 από την ομάδα μέτριου κινδύνου και 37 από την ομάδα υψηλού κινδύνου), και έτσι η τελική κατηγοριοποίηση πολύ υψηλού κινδύνου  (161/237,  67.9%) διέφερε σημαντικά (P κάτω από 0.001) από την αρχική (40.1%).
Οι συγγραφείς σχολιάζουν ότι φαίνεται πως η ύπαρξη καρωτιδικών πλακών σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα είναι σαφώς συχνότερη από το γενικό πληθυσμό και μάλιστα σε επίπεδα παρόμοια με την ρευματοειδή αρθρίτιδα ή το συστηματικό ερυθηματώδη λύκο. Επίσης, ότι  τα συνήθη εργαλεία εκτίμησης του καρδιαγγειακού κινδύνου πιθανώς υποεκτιμούν τον κίνδυνο αυτόν στους ασθενείς με ουρική νόσο. Η κλινική σημασία των ευρημάτων της μελέτης είναι ότι πιθανότατα πρέπει να εφαρμόζεται αυστηρότερος έλεγχος και χαμηλότερα επίπεδα-στόχος των λιπιδίων όπως και ευρύτερη χρήση στατινών στους ασθενείς αυτούς. Προφανώς, τα ευρήματα της μελέτης χρειάζονται περαιτέρω επιβεβαίωση, ιδιαίτερα σε εξωνοσοκομειακούς ασθενείς (πρωτοβάθμιας φροντίδας), προσθέτουν όμως σημαντικά στοιχεία στο θέμα της γενικότερης θεώρησης της υπερουριχαιμίας και ουρικής νόσου ως μιας γενικευμένης συστηματικής διαταραχής και όχι μιας απλής βιοχημικής ανωμαλίας.
 
Πηγή
Andrés M, et al "Cardiovascular risk of patients with gout seen at rheumatology clinics following a structured assessment" Ann Rheum Dis 2017; doi: 10.1136/annrheumdis-2016-210357.