12-06-2023

Βιταμίνη C. Η δράση της στον χρόνιο πόνο, στα οστά, στους καρκίνους, το κρυολόγημα και αλλού. Δρ Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης, Ρευματολόγος, (www.myoskeletiko.com

Βιταμίνη C. Η δράση της στον χρόνιο πόνο, στα οστά, στους καρκίνους, το κρυολόγημα και αλλού.

Δρ Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης, Ρευματολόγος, (www.myoskeletiko.com).

 

Η βιταμίνη C είναι μια λευκή συμπαγής οργανική ένωση η οποία αποτελείται από άνθρακα, υδρόγονο, οξυγόνο και προέρχεται από την γλυκόζη. Χρησιμοποιείται σαν συμπλήρωμα διατροφής ή σαν συντηρητικό των τροφίμων. Ονομάζεται και ασκορβικό οξύ και είναι υδατοδιαλυτή.

Το ασκορβικό οξύ σε αντίθεση με την γλυκόζη περιέχει έναν συνδυασμό μορίων που ονομάζεται «ομάδα ενοδιόλης» και είναι υπεύθυνος για την μετατροπή ενός σχετικά ανενεργού σακχάρου σε ένα μόριο ιδιαίτερα δραστικό το οποίο συνεχώς χορηγεί και αποδέχεται ηλεκτρόνια από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ευρίσκεται και ονομάζεται «σύστημα οξείδωσης – αναγωγής». Επειδή στους ζωντανούς οργανισμούς όλες σχεδόν οι λειτουργίες τους στηρίζονται στην διαδικασία εναλλαγής ηλεκτρονίων, μια ουσία η οποία μπορεί να παρεμβαίνει και να την επιταχύνει, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Γιαυτό από τους ειδικούς έχει ονομασθεί το ασκορβικό οξύ «το λάδι για την μηχανή της ζωής».

Για λόγους που θα περιγράψουμε στην συνέχεια η ενδογενής παραγωγή του ασκορβικού οξέος σταμάτησε πριν κάποια εκατομμύρια χρόνια σε μερικούς μόνο οργανισμούς, που μέσα σε αυτούς ευρίσκεται και ο άνθρωπος. Αυτοί είναι αναγκασμένοι έκτοτε να το προσλαμβάνουν έτοιμο από το περιβάλλον. Επειδή μάλιστα δεν μπορoύν να το αποθηκεύσουν, εάν δεν το χρησιμοποιήσουν, το αποβάλουν ταχύτατα, γιαυτό και είναι αναγκασμένοι να το αναπληρώνουν συνεχώς. Πράγματι οι ιστοί όπως π.χ. η υπόφυση, οι ωοθήκες κ.ά. που έχουν μεγάλη μεταβολική δραστηριότητα χρειάζονται μεγάλες ποσότητες ασκορβικού οξέος για την φυσιολογική λειτουργία τους, οι οποίες αυξάνονται εντυπωσιακά όταν οι συγκεκριμένοι ιστοί ευρίσκονται σε κατάσταση στρες.

Στον οργανισμό το ασκορβικό οξύ βοηθά: α) στον μεταβολισμό και στην διαχείριση των πρωτεϊνών, των λιπών και των υδρογονανθράκων, β) στην αντιοξειδωτική άμυνα των ιστών, γ) στη δημιουργία και διατήρηση του κολλαγόνου του δέρματος και των οργάνων  και δ) σε άλλες πολλές διαδικασίες όπως π.χ. στην διαχείριση του πόνου.(Lykkesfeldt J., et al. 2014. doi: 10.3945/AN.113.005157). 

Μία από τις σημαντικότερες βιοχημικές λειτουργίες του ασκορβικού οξέος, στον οποιοδήποτε οργανισμό, είναι η σύνθεση, ο σχηματισμός και η διατήρηση μιας σημαντικής δομικής πρωτεϊνικής ουσίας που ονομάζεται κολλαγόνο και αποτελεί το ένα τρίτο του συνολικού βάρους των πρωτεϊνών του σώματος.  Είναι η βασική ουσία, που στηρίζει και συγκρατεί τους ιστούς στα διάφορα οργανικά συστήματα.   Στα οστά π.χ. προσδίδει την σκληρότητα και την ευκαμψία, και έτσι αυξάνει την αντοχή και αποτρέπει την ευθραυστότητα τους.  Ενισχύει το τοίχωμα των αρτηριών και των φλεβών, στηρίζει τους μύες, αποτελεί τον ουλώδη ιστό στην επούλωση των τραυμάτων και διατηρεί το δέρμα μαλακό, σφριγηλό και εύκαμπτο. Σε υποβιταμίνωση C, στην νόσο που ονομάζεται σκορβούτο, επειδή διαταράσσεται ο σχηματισμός του κολλαγόνου, τα οστά γίνονται εύθραυστα και σπάνε με το παραμικρό, οι αρτηρίες και οι φλέβες σπάνε και αιμορραγούν, οι μύες είναι αδύναμοι, οι πληγές δεν επουλώνονται και χάσκουν και δημιουργούνται πολλές άλλες δομικές διαταραχές.  Όπως γίνεται κατανοητό η απώλεια του κολλαγόνου συνδέεται με την εκφύλιση των ιστών και την γήρανση του ανθρώπου.

 

Ιστορική προσέγγιση 

  1. Το μεγάλο μυστικό της βιταμίνης C.

Σύμφωνα με τις απόψεις των βιολόγων και των βιοχημικών, ειδικά αυτών που ασχολούνται με τα τεκταινόμενα στη Γη πριν πολλά εκατομμύρια χρόνια, η βιταμίνη C ή ασκορβικό οξύ δημιουργήθηκε στα όντα, ζώα και φυτά, πριν από 600 εκατομμύρια και πλέον χρόνια. Η μητρική της ουσία, όπως είπαμε, είναι ένα κοινότατο σάκχαρο, η γλυκόζη. Από αυτό με μια ενζυμική διαδικασία 4ων σταδίων δημιουργείται το ασκορβικό οξύ ή βιταμίνη C. Βασικός ρόλος της ήταν αρχικά η προστασία των πρωτόγονων οργανισμών από τις τοξικές ελεύθερες ρίζες του οξυγόνου, που αφθονούσαν την εποχή εκείνη και οι οποίες κατέστρεφαν το DNA του πυρήνα των πρωτόγονων κυττάρων προκαλώντας τον θάνατο τους. Η βιταμίνη C λοιπόν ήταν και είναι ένα ισχυρότατο αντιοξειδωτικό.

Αιφνίδια μάλλον, κάποτε πριν 50-60 εκατομμύρια χρόνια, η βιταμίνη C έπαψε να παράγεται διότι το υπεύθυνο γονίδιο για ένα από τα βασικά ένζυμα που συμμετείχε στην δημιουργία της από την γλυκόζη, αυτό της οξειδάσης της L-γουλολακτόνης, υπέστη μετάλλαξη, έγινε ψευδογονίδιο και έπαψε να λειτουργεί. Το περίεργο είναι ότι η μετάλλαξη αυτή δεν συνέβη σε όλα τα ζώα παρά μόνο σε ελάχιστα από αυτά και κυρίως στον κοινό πρόγονο του Ανθρώπου και των Μεγάλων Πιθήκων (ουρακοτάγκος, γορίλας, χιμπαντζής). Ο πρόγονος μας λοιπόν αιφνίδια βρέθηκε ακάλυπτος χωρίς την προστασία του ισχυρότατου αντιοξειδωτικού του και το είδος μας θα εξαφανίζονταν, εάν την εποχή εκείνη, την Εόκαινο περίοδο της Γης, δεν υπήρχαν άφθονα δάση  με φύλλα και καρπούς, γεμάτους με βιταμίνη C. Έτσι ο κοινός μας πρόγονος τροποποίησε την δίαιτα του και έγινε αυστηρά χορτοφάγος για να επιζήσει.

Μετά από 30 εκατομμύρια χρόνια η Γη πέρασε σε μία άλλη χρονική περίοδο, την Μειόκαινο, όπου τα δάση, λόγω κλιματικής αλλαγής, μειώθηκαν έντονα στην επιφάνεια της. Ο κοινός μας πρόγονος, ο οποίος στο μεταξύ είχε εξελιχθεί σημαντικά, άρχισε να αντιμετωπίζει ισχυρό διατροφικό ανταγωνισμό με τα άλλα χορτοφάγα είδη. Έπρεπε λοιπόν να βρει μια λύση μόνιμη η οποία να μην εξαρτάται από το συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον του. Μια λύση που θα του εξασφάλιζε μία ισχυρή προστατευτική αντιοξειδωτική ουσία την οποία θα μπορούσε να παράγει από τα δικά του όργανα.

Από τις χιλιάδες διαδικασίες που εξελίσσονται καθημερινά στον οργανισμό μας μία φαίνεται ότι τον εξυπηρετούσε περισσότερο. Ο μεταβολισμός των νουκλεϊνικών οξέων DNA και RNA και των πουρινών τους, ο οποίος έχει στόχο την αποβολή της βλαβερής περίσσειας του αζώτου από το σώμα μας, καταλήγει σε ένα ισχυρότατο αντιοξειδωτικό, το ουρικό οξύ, το οποίο είναι δυσδιάλυτο και δύσκολα αποβάλλεται από τον οργανισμό μας. Για να μεταβληθεί σε ευδιάλυτο προϊόν και να αποβληθεί, πρέπει να διασπασθεί από ένα ένζυμο, την ουρικάση, η οποία θα το τροποιήσει σε ευδιάλυτη αλλαντοΐνη η οποία πλέον εύκολα αποβάλλεται από τα νεφρά.

Πριν 13 εκατομμύρια χρόνια στον κοινό πρόγονο του Ανθρώπου και των Μεγάλων Πιθήκων, η φύση έκανε ένα ακόμη πείραμα. Προκαλώντας προοδευτικά μια μετάλλαξη στο γονίδιο της ουρικάσης, αυτή έπαψε να σχηματίζεται άρα και να διασπά το ουρικό οξύ. Έτσι αυτό δεν αποβάλλονταν  πλέον εύκολα και άρχισε να αθροίζεται σιγά σιγά σε επαρκείς αλλά μη τοξικές ποσότητες στο σώμα μας. Το ουρικό οξύ όμως πλην των άλλων είναι όπως είπαμε και προηγουμένως και μία ισχυρότατη αντιοξειδωτική ουσία ανάλογη με την βιταμίνη C ή ασκορβικό οξύ και καλύπτει έκτοτε το 50% της αντιοξειδωτικής δράσης του οργανισμού μας αντικαθιστώντας μόνιμα πλέον την ενδογενή παραγωγή βιταμίνης C.

Από τότε μέχρι σήμερα μόνον ο Άνθρωπος και οι Μεγάλοι Πίθηκοι χρησιμοποιούν το ουρικό οξύ για να εξουδετερώνουν τις τοξικές ελεύθερες ρίζες οξυγόνου που δημιουργούνται κάθε στιγμή, από την λειτουργία των οργάνων τους και προστατεύουν το DNA του πυρήνα όλων των κυττάρων τους. Το πως το ουρικό οξύ βοήθησε τον άνθρωπο να εξελιχθεί πνευματικά, να εξαπλωθεί και να κυριαρχήσει στο πλανήτη Γη αλλά και το πως ο άνθρωπος μία τόσο χρήσιμη ουσία κατόρθωσε με την συμπεριφορά του να την κάνει τοξική και φονική για τον οργανισμό του, είναι μία άλλη ιστορία που δεν έχει σχέση με την βιταμίνη C αλλά είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα που το αναλύω διεξοδικά στο βιβλίο μου «Ουρική Νόσος. Η απειλή των κρυστάλλων”, Αθήνα 2021».

Ενδιαφέρον όμως είναι να αναλογισθεί κάποιος εάν όλα αυτά έγιναν τυχαία ή υπήρχε κάποιο σχέδιο σε αυτές τις δύο μεταλλάξεις. Οι ερευνητές έχουν διαχωρισθεί σε δύο κατηγορίες: α) σε αυτούς που όλα αυτά τα θεωρούν τυχαία και β) σε αυτούς που πιστεύουν ότι κάθε πείραμα της φύσης γίνεται με στόχο την βελτίωση των όντων, χωρίς όμως το θετικό αποτέλεσμα να είναι προκαθορισμένο, επομένως “perfection is the enemy of evolution”.

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε παλαιοντολογικές και βιοχημικές υποθέσεις. Μία από αυτές είναι «η θεωρία της ιογενούς μόλυνσης» που πρεσβεύει την τυχαία εμφάνιση κάποιου ιού ο οποίος επιλεκτικά πρόσβαλε μόνο την ομάδα αυτή των ζώων από την οποία και εξελίχθηκε και ο άνθρωπος και άφησε σαν υπολειμματική βλάβη την εξουδετέρωση του γονιδίου της L-γουλολακτόνης (Challem J.J., et al. DOI: 10.1016/s0891-5849(98)00034-3).

Παράλληλα όμως διατυπώθηκαν και θεωρίες οι οποίες πρεσβεύουν ότι ο αποκλεισμός της δημιουργίας του ασκορβικού οξέος έγινε «επίτηδες» σαν ένα εξελικτικό πείραμα της φύσης για την δημιουργία καλύτερων ειδών. Πάνω σε αυτήν την υπόθεση έχουν δημοσιευθεί τέσσερεις απόψεις: α) Δύο θεωρίες που στηρίζονται στην οικονομία της φύσης. Σύμφωνα με την πρώτη αφού το ασκορβικό οξύ υπήρχε άφθονο στο περιβάλλον των συγκεκριμένων ζώων, γιατί να το δημιουργούν στον οργανισμό τους καταναλώνοντας ποσοστό από την τόσο χρήσιμη ενέργεια τους. β) Η δεύτερη αφορά ένα άλλο αντιοξειδωτικό, την γλουταθειόνη. Κατά την διάρκεια της δημιουργίας της βιταμίνης C, χρησιμοποιείται η γλουταθειόνη και με αυτό τον τρόπο  μειώνεται η  ποσότητα της στον οργανισμό. Άρα όταν κάποιος δεν δημιουργεί ασκορβικό οξύ και το λαμβάνει έτοιμο από την φύση, έχει σημαντικά περισσότερο αντιοξειδωτικό στο σώμα του (Ba´nhegyi G., et al. DOI: 10.1016/0014-5793(96)00077-4). Οι θεωρίες αυτές βασίζονται στην οικονομία της φύσης, που πράγματι έχει εφαρμοσθεί και σε άλλες περιπτώσεις (Pauling L. doi: 10.1073/pnas.67.4.1643.  Eaton S.B., et al. DOI: 10.1038/sj.ejcn.1600389). Μια τρίτη άποψη στηρίζεται στη λογική του «αυξάνεσθε και πληθύνεστε». Επειδή η ομάδα αυτή των ζώων κρίθηκε ότι είχε τις περισσότερες εξελικτικές δυνατότητες έπρεπε να πολλαπλασιαστεί και περισσότερο, γιαυτό και έγινε κάποια ηλικιακή επιλογή. Επειδή τα μεγαλύτερα σε ηλικία ζώα χρειάζονται περισσότερο βιταμίνη C από τα νεότερα, ο αποκλεισμός της παραγωγής της μειώνει την μακροβιότητα των ηλικιωμένων και ζουν μόνο τα νεότερα ζώα που πολλαπλασιάζονται ευκολότερα (Millar J. DOI: 10.1016/0306-9877(92)90019-9). 4)  Η επόμενη θεωρία αφορά τον μεταφορέα της γλυκόζης (Glut-1). Τα είδη που διαθέτουν, εδώ και 100 εκατομμύρια χρόνια, αυτόν τον μεταφορέα στα ερυθρά τους αιμοσφαίρια ο οποίος μεταφέρει την βιταμίνη C στους ιστούς τους, προφυλάσσονται έναντι των υπολοίπων ζώων που δεν τον έχουν και είναι τα ίδια που υπέστησαν την μετάλλαξη. Επομένως σε μία μακροχρόνια διαιτητική έλλειψη βιταμίνης C δεν θα πεθάνουν τόσο γρήγορα όσο αυτά που δεν τον έχουν. Είναι γνωστό ότι για να αναπτυχθεί σκορβούτο και να πεθάνει κάποιος από πλήρη έλλειψη βιταμίνη C χρειάζονται 3 τουλάχιστον μήνες, άρα όσοι έχουν τον Glut-1, έχουν πλεονέκτημα. (Hornung Η., and Biesalski Η. doi: 10.1093/emph/eoz024. eCollection 2019.). Όλες αυτές οι θεωρίες έχουν τα υπέρ και τα κατά τους τους, ποια ή ποιες από αυτές πράγματι εφαρμόσθηκαν μόνες τους ή σε συνδυασμούς ίσως δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Το συμπέρασμα είναι ότι η παρουσία μας στη Γη, οφείλεται σε μια σειρά συμπτώσεων και μεταλλάξεων που αποτελούν τυχαία πειράματα της φύσης, που άλλες φορές επιτυγχάνουν και άλλες φορές αποτυγχάνουν, όπως όλα τα πειράματα. Γι αυτό σαν πειραματόζωα καλόν είναι να χαιρόμαστε αυτό που έχουμε μέχρι την επόμενη μετάλλαξη! 

 

  1. Η βιταμίνη C στην ιστορία του ανθρώπου. 

H βιταμίνη C ή το ασκορβικό οξύ συμμετείχε δραστικά σε ορισμένες φάσεις της ιστορίας του ανθρώπου κυρίως με τα θανατηφόρα αποτελέσματα που προκαλούντο από μια νόσο που εκδηλώνεται όταν η πλήρης έλλειψη της στον άνθρωπο διαρκεί περισσότερο από 3 μήνες και ονομάζεται σκορβούτο (scarvy). Η πλήρης εκδήλωση της είναι σπανιότατη στην εποχή μας, παρόλο που απλή ανεπάρκεια της βιταμίνης C με ήπια και ασαφή συμπτώματα απαντάται σε ποσοστό περίπου 7,1% στις ΗΠΑ, συχνότερα στους καπνιστές και στους πτωχούς σύμφωνα με στοιχεία του 2009 ( doi: 10.3945/ajcn.2008.27016.). Το ποσοστό αυτό απογειώνεται στο 50% και πλέον όταν ο επιπολασμός της ανεπάρκειας καταμετράται σε χώρες με πληθυσμούς με χαμηλότατο οικονομικό επίπεδο, όπως στην Ινδία (Carr A., et al.doi:10.3390/nu12071963).

Η τυπική συμπτωματολογία της νόσου σκορβούτο αρχίζει με έντονη κατάπτωση και ληθαργικές εκδηλώσεις οι οποίες συνδυάζονται με πόνους στις αρθρώσεις και στους μύες. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οιδήματα στα πόδια και στα χέρια, το δέρμα διασπάται με την ελάχιστη πίεση, τα ούλα γίνονται οιδηματώδη, η αναπνοή δύσοσμη και παρουσιάζεται πτώση των δοντιών. Σε βαρύτερες περιπτώσεις εμφανίζονται αιμορραγίες στο δέρμα, ανοίγουν παλαιές πληγές και κάποια στιγμή εκδηλώνεται μια αιμορραγία των εσωτερικών οργάνων ή του εγκεφάλου η οποία και προκαλεί τον θάνατο.

Η νόσος πρέπει να ήταν γνωστή από την αρχαιότητα στον άνθρωπο διότι έχουν περιγραφεί περιπτώσεις ανθρωπίνων φυλών που ζούσαν σε ακραίες περιοχές του πλανήτη, όπως στην αρκτική ή στις ερήμους που για να την θεραπεύσουν έπιναν αφεψήματα από πευκοβελόνες ή από φύλλα δένδρων από τα ελάχιστα που ευρίσκονται  σε κάποιες ερήμους της Γης.

Οι Αιγύπτιοι στον πάπυρο του Ebers το 1550 π.Χ. αναφέρουν μια νόσο που ομοιάζει πολύ με το σκορβούτο και η οποία θεραπεύεται με χορήγηση κρεμμυδιών. Είναι γνωστό ότι τα κρεμμύδια περιέχουν αρκετή βιταμίνη C.

Γύρω στο 400 π.Χ. ο Ιπποκράτης αναφέρει μια νόσο που προκαλεί δύσοσμη αναπνοή, οιδήματα των ούλων και αιμορραγίες της μύτης. Τα συμπτώματα αυτά ομοιάζουν πολύ με το σκορβούτο.

Το 1535-6 το πλοίο του εξερευνητή Jacques Cartier αποκλείεται στο παγωμένο ποταμό St Lawrent στον Καναδά. Οι ναύτες εκδηλώνουν συμπτώματα σκορβούτου τα οποία θεραπεύονται με έναν ζωμό που έφτιαξαν από τα φύλλα και την φλούδα ενός δένδρου που ονομάζονταν Annedda οι μάγοι της τοπικής φυλής των Ινδιάνων (Iroquois) και το ονόμαζαν «Το δένδρο της ζωής». Μεταγενέστερες μελέτες έδειξαν ότι ο χυμός του δένδρου περιείχε μεγάλα ποσά βιταμίνης C, αργινίνης, προλίνης και άλλων απαραίτητων αμινοξέων (Martini E. doi: 10.1186/1746-4269-5-5).

Το 1747 ο Σκωτσέζος γιατρός του Ναυτικού James Lind κάνει την πρώτη στον κόσμο ελεγχόμενη  κλινική μελέτη στους ναύτες του πλοίου HMS Salisbury που έπασχαν από σκορβούτο. Διαλέγει 12 από αυτούς και στους 6 δίνει την συνηθισμένη τους δίαιτα και τους υπόλοιπους την εμπλουτίζει με χυμό από λεμόνια. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό όσοι έλαβαν τον χυμό έγιναν γρήγορα καλά. Η εργασία του δημοσιεύεται το 1753.

Σαράντα χρόνια μετά το 1795 μετά από υπόδειξη του γιατρού Gilbert Blane ο οποίος κατόρθωσε τελικά να πείσει τους υπεύθυνους ναυάρχους ότι μια ασθένεια δεν πρέπει να θεωρείται και αδυναμία του πανίσχυρου Αγγλικού Ναυτικού, εισάγεται στο διαιτολόγιο των ναυτών του Βρετανικού Ναυτικού, ο χυμός των εσπεριδοειδών. H αργοπορία αυτή υπολογίζεται ότι στοίχισε στο Ναυτικό 100.000 νεκρούς ναύτες. Έκτοτε κανείς Βρετανός ναυτικός δεν ασθένησε από σκορβούτο. Μάλιστα επειδή στην περιοχή της Καραϊβικής τα μοσχολέμονα (lime) είναι άφθονα και πολύ περισσότερα από τα λεμόνια και τα πορτοκάλια, οι Βρετανοί ναυτικοί οι οποίοι τα χρησιμοποιούσαν συστηματικά ονομάστηκαν κοροϊδευτικά γύρω στο 1880 ‘limeys’.

Μέχρι τότε το σκορβούτο  σύμφωνα με τον ιστορικό Stephen Bown είχε σκοτώσει περισσότερους από 2 εκατομμύρια ναύτες μεταξύ του 1500 και του 1800 μ.Χ.. πολλούς περισσότερους από όλους τους πολέμους, τις καταιγίδες και τα ναυάγια του Βασιλικού Βρετανικού Ναυτικού..

Το 1912 ο Casimir Funk προτείνει τον όρο βιταμίνες (vitamins) για μία ομάδα οργανικών μικροθρεπτικών ουσιών που είναι απαραίτητες για την εξέλιξη και διατήρηση του οργανισμού του ανθρώπου ο οποίος όμως δεν μπορεί να τις δημιουργήσει ο ίδιος και είναι υποχρεωμένος να τις λάβει έτοιμες από το περιβάλλον. Με αυτή την λογική ονομάζει την ουσία που θεραπεύει το σκορβούτο βιταμίνη C (Piro A., et al. doi: 10.1024/0300-9831/a000435. Epub 2019 May 8.).

Το 1928 ο ανθρωπολόγος και εξερευνητής Vilhjalmur Stefansson αποδεικνύει ότι και η διατροφή με ωμό κρέας και εντόσθια (ήπαρ, νεφρά κ.λπ.) μπορεί να προλάβει ή να θεραπεύσει το σκορβούτο. Το αποδεικνύει όταν για ένα χρόνο κατορθώνει να παραμείνει υγιής τρώγοντας μόνο ωμό κρέας με την επίβλεψη των γιατρών του νοσοκομείου Bellevue της Νέας Υόρκης. Πράγματι είναι γνωστό ότι οι Εσκιμώοι, οι ονομαζόμενοι και Inuit, δεν υποφέρουν από την πάθηση παρόλο που ζουν σε ένα περιβάλλον χωρίς καθόλου βλάστηση, διότι τρώνε ωμό ή λίγο ψημένο κρέας. Η βιταμίνη C καταστρέφεται στην υψηλή θερμοκρασία. Μερικοί λένε ότι το όνομα Εσκιμώος, σημαίνει ο άνθρωπος που τρώει ωμό κρέας.

Το 1928 ο Ούγγρος γιατρός Albert Szent-Györgyi κατόρθωσε από την κόκκινη πάπρικα που βάζουν οι Ούγγροι στην γνωστή παραδοσιακή  σούπα τους, το γκούλας, να απομονώσει το ασκορβικό οξύ, το οποίο ονόμασε Hexuronic acid και μάλιστα κατάφερε να δημιουργήσει και τους πρώτους κρυστάλλους της συγκεκριμένης ουσίας.

To 1932 o Βρετανός χημικός Walter Haworth προσδιόρισε την μοριακή δομή του hexuronic acid και το μετονόμασε σε ασκορβικό οξύ από την λέξη αντισκορβουτικό οξύ. Ένα χρόνο μετά κατόρθωσε να το παράξει και συνθετικά. Έκτοτε η βιταμίνη C έχει και δεύτερο όνομα.

Το 1934 η ελβετική φαρμακοβιομηχανία Hoffmann-La Roche κατόρθωσε για πρώτη φορά να παράξει σε μεγάλες ποσότητες συνθετική βιταμίνη C, την οποία κυκλοφόρησε στην αγορά με το όνομα Redoxon. Έκτοτε μέχρι σήμερα πολλές φαρμακευτικές εταιρείες έχουν κυκλοφορήσει ανάλογα προϊόντα.

Το 1937 τόσο ο Albert Szent-Györgyi όσο και ο Walter Haworth έλαβαν το βραβείο Nobel για τις έρευνες τους.

To 1962 οι Stone και Master χρησιμοποιώντας νέες τεχνικές για την εποχή ανακάλυψαν ότι η βιταμίνη C ενεργοποιεί ένα ένζυμο την peptidyl-prolyl hydroxylase η οποία μετατρέπει την προλίνη σε υδροξυπρολίνη η οποία επιτρέπει στο κολλαγόνο να κάμπτεται και να καλύπτει όλες τις βασικές μεμβράνες. Η έλλειψη της βιταμίνης C έχει σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μη λειτουργικού κολλαγόνου ιδιαίτερα στο τοίχωμα των αγγείων και των οστών που είναι αυτά που βλάπτονται πρώτα και σοβαρά στο σκορβούτο με αποτέλεσμα τις αιμορραγίες και την πτώση των δοντιών (Stone N., doi: 10.1038/194555a0).

Το 1966 ο βιοχημικός Irwin Stone προτείνει μια άλλη ιδιότητα του ασκορβικού οξέος, την αυτόματη υπερπαραγωγή του σε καταστάσεις στρες σε όσα ζώα έχουν την δυνατότητα ενδογενούς δημιουργίας του. Μία ενήλικη κατσίκα π.χ. έχει βρεθεί ότι παράγει σε κανονικές συνθήκες 13.000 mg την ημέρα και 100.000 mg όταν είναι στρεσαρισμένη από μια επικίνδυνη για την ζωή της κατάσταση ή ασθένεια. Η παραγωγή της βιταμίνης C φαίνεται ότι εξαρτάται από πολλούς παράγοντες ακόμη και απρόσμενους. Επειδή έχει βρεθεί ότι η υπερπαραγωγή αντιοξειδωτικών ουσιών και η παρουσία τους στον οργανισμό των ζώων σε μεγάλες ποσότητες αντί να προστατεύει προκαλεί έκρηξη υπεροξειδωτικών και υπερφλεγμονωδών καταστάσεων με την εκδήλωση σοβαρών οργανικών βλαβών, υπάρχει η άποψη ότι ίσως η αναστολή της παραγωγής του ασκορβικού οξέος στους προγονούς μας να έγινε για να προστατευτούν από τα αποτελέσματα του συνεχούς στρες που προκαλείτο από το τότε αφιλόξενο περιβάλλον που ζούσαν (Delanghe J., et al. doi: 10.1007/s12263-011-0237-7). Άλλωστε και ο αντικαταστάτης του ασκορβικού οξέος, το ουρικό οξύ στον άνθρωπο, σε καταστάσεις υπερουριχαιμίας, είναι διαπιστωμένο ότι προκαλεί βλάβες στα αγγεία, υπέρταση και σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα   (Stone I. Brief Proposal Per. Biology & Medicine, Autumn 1966, Stone Irwin. The Healing Factor. Vitamin C against Disease. A 1972, GD/Perigee Book. First  Perigee printing, 1982, Printed in the United States of America).

Το 1970 ο χημικός Linus Pauling βραβευμένος ήδη με δύο Nobel, για άσχετα με την βιταμίνη C θέματα, επηρεασμένος από τις απόψεις του I. Stone, ξεκινά μία τεράστια και εμμονική προσπάθεια για να πείσει τον ιατρικό κόσμο και το κοινό ότι η βιταμίνη C σε μεγάλες δόσεις, περί τα 3000 mg την ημέρα θεραπεύει το κοινό κρυολόγημα αλλά και άλλες πολλές παθήσεις από την αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς και το δάγκωμα φιδιού έως τον καρκίνο και το AIDS  και τελικά αυξάνει την διάρκεια της ζωής.  Δυστυχώς μέχρι σήμερα καμία μελέτη δεν κατόρθωσε να το αποδείξει. Μάλιστα μια ανασκόπηση από την Cochrane 30 σχετικών μελετών κατέληξε ότι ούτε καν την διάρκεια του κρυολογήματος δεν μπορεί να μειώσει η βιταμίνη C για περισσότερο από 10 ώρες. Το καλό είναι ότι οι τεράστιες δόσεις που πρότεινε ο Δρ Pauling δεν έχουν παρενέργειες, εκτός από κάποιες έντονες διάρροιες που σταματούν με την διακοπή του φαρμάκου. Το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα αυτής της ιστορίας ήταν τα κέρδη από την άνοδο στην κατανάλωση των βιταμινών που έφτασε το 2012 στις ΗΠΑ τα 23 δισεκατομμύρια δολάρια.

Το 2007 ο Dr Sean Bulley, Διευθυντής της εταιρείας της Plant & Food Research και η ομάδα του κατορθώνει να προσδιορίσει το ένζυμο που δεν διαθέτει ο άνθρωπος, δηλαδή την οξειδάση της L-γουλολακτόνης που είναι υπεύθυνο για την αδυναμία του να συνθέσει την βιταμίνη C. Το ένζυμο αυτό φαίνεται ότι το  είχε εντοπίσει και ο Αμερικανός J.J. Burns από το 1959. 

  1. Πρακτική προσέγγιση στην βιταμίνη C 

Στις σύγχρονες κοινωνίες των ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών η κλινική εκδήλωση της νόσου του σκορβούτου, δηλαδή το να υπάρξει παντελής έλλειψη της βιταμίνης C για περισσότερο από 3 μήνες, είναι κάτι το εξαιρετικά ασυνήθιστο. Άλλωστε έχει γραφτεί ότι ένα πορτοκάλι την ημέρα παρέχει περί τα 70 mg βιταμίνης C και ότι ακόμη και το 1/10 από αυτή την ποσότητα είναι δυνατόν να αναστείλει την εκδήλωση σκορβούτου όπως έδειξαν σχετικά πειράματα κατά την διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου (Delanghe J., et al. doi: 10.1007/s12263-011-0237-7).

Αυτό που μάλλον μπορεί να συναντήσει κάποιος είναι μια διαρκής ανεπάρκεια της βιταμίνης C σε ιδιαίτερα πτωχούς ανθρώπους και επίμονους καπνιστές, οι οποίοι είναι δυνατόν να εκδηλώσουν ένα υποκλινικό σκορβούτο που χαρακτηρίζεται από σημαντική κόπωση, απώλεια βάρους, διάχυτους και αδιευκρίνιστους πόνους σε ολόκληρο το σώμα. Σύμφωνα με τις στατιστικές, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, ο επιπολασμός μιας τέτοιας ανεπάρκειας πλησιάζει το 7%, ενώ στην Ινδία π.χ. ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις το 50% ((Carr A., et al. doi:10.3390/nu12071963).

Η ανεπάρκεια της βιταμίνης C είναι σταθερή σε περιπτώσεις χρόνιων ασθενειών είτε συνοδεύονται με φλεγμονώδη φαινόμενα είτε όχι. Οι καρδιαγγειακές παθήσεις, όλων των μορφών συνήθως συνοδεύονται από ανεπάρκεια της βιταμίνης C. Μεταβολικές παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης συνοδεύονται από υποβιταμίνωση C. Οι χρόνιες φλεγμονώδεις ρευματικές παθήσεις όπως π.χ.  η ρευματοειδής αρθρίτιδα παρουσιάζουν πτώση των επιπέδων της βιταμίνης C. Μικροβιακές ή ιογενείς λοιμώξεις όπως π.χ. η πρόσφατη πανδημία του COVID-19 παρουσιάζουν σταθερά σημαντική υποβιταμίνωση C και απαιτείται η ταχεία αποκατάσταση της σύμφωνα με τις μελέτες (Carr A., et al. doi: 10.3390/nu12071963).

Αλλά και διάφορες συνήθειες μειώνουν σημαντικά την βιταμίνη C στο σώμα μας. Το κάπνισμα προσφέρει άφθονες τοξικές οξειδωτικές ρίζες στον καπνιστή, οι οποίες καταναλώνουν ταχύτατα την βιταμίνη C που διαθέτει. Έχει βρεθεί ότι η αύξηση της κατανάλωσης της βιταμίνης C στον οργανισμό των καπνιστών είναι 40% μεγαλύτερη από αυτή των μη καπνιστών (Carr A., et al. doi: 10.3390/nu12071963)

Στις ΗΠΑ η USDA (United States Department of Agriculture), προτείνει σαν ημερήσια δόση της βιταμίνης C τα 75 mg για τις γυναίκες και τα 90 mg για τους άνδρες και σαν ανώτερη ανεκτή δόση τα 2000 mg. Αντίθετα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συστήνει τα 45 mg την ημέρα. Κάποιες μελέτες καταλήγουν ότι τα 200 mg είναι η ιδανική δόση διότι μεγαλύτερη από αυτή δεν απορροφά οργανισμός από το έντερο. Το να καλύψει κάποιος την δόση αυτή δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο π.χ. ένα πιάτο μοσχάρι με μπρόκολο πλησιάζει τα 250 mg βιταμίνης C. Η συγκέντρωση της βιταμίνης C σαν ασκορβικό οξύ στο πλάσμα σε υγιή άτομα κυμαίνεται από 8-14 mg/L, ενώ στα επινεφρίδια, στην υπόφυση, στο ωχρό σωμάτιο και στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού είναι εκατό φορές περισσότερη.  Στα περισσότερα όργανα του σώματος τα επίπεδα της βιταμίνης C είναι από 10 έως 100 φορές μεγαλύτερα.

Η απορρόφηση της βιταμίνης C γίνεται στο έντερο με την μορφή του ασκορβικού οξέος σε ποσοστό 80—90% την προσφερόμενης δόσης και αποβάλλεται μετά από 3-4 ώρες από τα νεφρά αφού έχει υποστεί ελάχιστο μεταβολισμό. Καταστάσεις όπως ο πυρετός, οι ιογενείς λοιμώξεις, τα αντιβιοτικά (σουλφοναμίδες), η κορτιζόνη, η ασπιρίνη, τα αναλγητικά, διάφορα φάρμακα στο περιβάλλον όπως το DDT, παράγωγα του πετρελαίου, το μονοξείδιο του άνθρακα, η έκθεση σε βαρέα μέταλλα όπως ο μόλυβδος, ο υδράργυρος και το κάδμιο ή μειώνουν την απορρόφηση από το έντερο ή αυξάνουν την αποβολή από τα νεφρά της βιταμίνης D. H πλήρης αποβολή της βιταμίνης C από το οργανισμό χρειάζεται περίπου 5-27 εβδομάδες (Hodges R.E., et al., doi: 10.1093/ajcn/24.4.432). Επίπεδα βιταμίνης C αίμα κατώτερα των 11 mg/L προκαλούν σίγουρα συμπτώματα.

Η βιταμίνη C σαν φάρμακο δεν φαίνεται ότι βοηθάει ιδιαίτερα κάποια νόσο ακόμη και σε υπερβολικές ποσότητες. Αντίθετα για τα άτομα που πάσχουν από χρόνια ανεπάρκεια της βιταμίνης C, όπως αναφέραμε προηγουμένως, η διόρθωση των επιπέδων της σε φυσιολογικές τιμές εξαλείφει την κόπωση και τους διάχυτους πόνους που αναφέρουν.

Η βιταμίνη C δηλαδή το ασκορβικό οξύ έχει μια περίεργη ιδιότητα ανάλογη με αυτήν που έχει το ουρικό οξύ δηλαδή σε χαμηλές δόσεις είναι αντιοξειδωτικό αλλά σε υψηλές δόσεις μετατρέπεται σε υπεροξειδωτικό και προκαλώντας βλάβες. Για το ασκορβικό οξύ φαίνεται ότι η παρουσία σιδήρου και χαλκού επιτείνει τις βλαβερές συνέπειες (Delanghe J., et al. doi: 10.1007/s12263-011-0237-7).

Παρόλα αυτά έχει διαπιστωθεί ότι η κατανάλωση της βιταμίνης C από τον οργανισμό, είναι έντονη σε περιπτώσεις νοσημάτων, οξέων ή χρόνιων. Σε αυτές τις περιπτώσεις η χορήγηση εξωγενούς βιταμίνης C, βοηθά εξαιρετικά τους πάσχοντες.

Η διεθνώς διαδεδομένη άποψη ότι μία μέτρια κατανάλωση φρούτων και λαχανικών βοηθά στην διατήρηση της καλής υγείας, στην περίπτωση της βιταμίνης C συνήθως μας καλύπτει πλήρως.

Η χορήγηση βιταμίνης C συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα. Μόνο σε δόσεις που ξεπερνούν τα 2000 mg/ημέρα εμφανίζονται διάρροιες, αέρια, ναυτία και αυξημένη διούρηση. Η βιταμίνη C αυξάνει την πρόσληψη του σιδήρου από το έντερο γιαυτό δεν πρέπει να χορηγείται σε περιπτώσεις αιμοχρωμάτωσης. Τέλος η βιταμίνη C δεν συστήνεται στις εγκύους διότι έχει αναφερθεί ότι το νεογνό μπορεί να κάνει rebound σκορβούτο από την απότομη απώλεια της C μετά την γέννα.

Πάντως θα πρέπει να θυμόμαστε πάντα το κλασικό ρητό της Συμπληρωματικής Ιατρικής για κάθε ουσία που υπάρχει στο σώμα μας: Το πολύ λίγο είναι επικίνδυνο για την υγεία, το αρκετό είναι ό,τι χρειάζεται στον οργανισμό μας, το περισσότερο δεν έχει ποτέ καλό αποτέλεσμα! 

 

Η χρήση της βιταμίνης C στις διάφορες παθήσεις.

 

  1. Η βιταμίνη C στο κοινό κρυολόγημα

Σε μία ανασκόπηση όλων των μελετών μέχρι το 2009 στις βάσεις δεδομένων Cochrane, PubMed, Natural Standard, και the National Center for Complementary and Alternative Medicine έδειξε ότι η βιταμίνη C δεν είναι αποτελεσματική στην πρόληψη του κοινού κρυολογήματος, στους ενήλικες, και τα παιδιά, ούτε μειώνει την σοβαρότητα των συμπτωμάτων τους. Πιθανόν μειώνει λίγο την διάρκεια τους. Όπως έδειξε και  μία ανασκόπηση 30 μελετών με 11.350 ασθενείς από την Cochrane η χορήγηση βιταμίνης C μειώνει τον χρόνο διάρκειας του κοινού κρυολογήματος κατά 8% δηλαδή πρακτικά εάν ένα κοινό κρυολόγημα διαρκεί 5 ημέρες η βιταμίνη C συντομεύει την διάρκειά του κατά 10 ώρες (Douglas R., et al. doi: 10.1002/14651858.CD000980.pub3).

Αντίθετα σε μία πιο πρόσφατη (2018) μετανάλυση 9 τυχαιοποιημένων διπλών τυφλών μελετών από τις βάσεις δεδομένων  PubMed, Cochrane Library, Elsevier, China National Knowledge Infrastructure (CNKI), VIP και WANFANG, κατέληξε ότι η χορήγηση επιπλέον δόσεων σε μερικά άτομα που λαμβάνουν ήδη βιταμίνη C και πάσχουν από κοινό κρυολόγημα, μειώνει την διάρκειά του και την ένταση των συμπτωμάτων του (Ran L., et al. DOI: 10.1155/2018/1837634).

H περισσότερο πρόσφατη ανασκόπηση (2020) που περιλαμβάνει και κάποιες μελέτες στις οποίες χορηγήθηκε η βιταμίνη C σε ασθενείς με COVID-19, κατέληξε στα εξής συμπεράσματα: α) Σε φυσιολογικά άτομα με φυσιολογική  διατροφή ή/και η χορήγηση βιταμίνης C δεν βοηθά ιδιαίτερα οποιoδήποτε τύπο ή μορφή κοινού κρυολογήματος και β) Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι σε άτομα παχύσαρκα, διαβητικά ή/και ηλικιωμένα, η πέραν μιας σωστής και ισορροπημένης διατροφής με φρούτα και λαχανικά η επιπλέον χορήγηση και κάποιων δόσεων βιταμίνης C, ίσως βελτιώνει την ανοσολογική τους κατάσταση και μπορούν να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε το ιογενές κρυολόγημα αλλά ίσως και την COVID-19 με μικρότερες απώλειες (Cerullo G., et al. doi: 10.3389/fimmu.2020.574029. eCollection 2020).

Παρόλα όσα έχουν γραφτεί στη διεθνή βιβλιογραφία για την θεραπεία και την καλύτερη πρόγνωση που έχουν φυσιολογικά άτομα που πάσχουν από κοινό κρυολόγημα όταν λαμβάνουν συστηματικά βιταμίνη C σε υψηλές δόσεις, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από κάποιες επιδημιολογικές και άλλες μελέτες. Οι απόψεις του L. Pawling και των οπαδών του, τις οποίες αναφέραμε προηγουμένως έχουν πλήρως απορριφθεί από την διεθνή ιατρική κοινότητα. Η άποψη που επικρατεί είναι ότι υγιή άτομα με φυσιολογική διατροφή που λαμβάνουν συστηματικά φρούτα και λαχανικά δεν χρειάζονται επιπλέον λήψη βιταμίνης C.  Αντίθετα οι ηλικιωμένοι, οι διαβητικοί, οι αλκοολικοί, οι παχύσαρκοι, οι νεφροπαθείς σε χρόνια αιμοδιάλυση όπως και οι αθλητές που κάνουν πρωταθλητισμό, καλόν είναι να καλύπτονται με επαρκείς δόσεις βιταμίνης C όπως καθορίζονται από τους πίνακες κάποιων δημοσίων οργανισμών υγείας. Η πρόταση αυτή στηρίζεται στη αποδεδειγμένη γνώση ότι όταν ο οργανισμός μας ευρίσκεται σε καταστάσεις ανάγκης είτε λόγω κάποιας νόσου, είτε από ψυχολογικό stress, (όπως αναφέραμε προηγούμενα), είτε λόγω έντονης σωματικής επιβάρυνσης, η κατανάλωση της βιταμίνης C είναι πολύ μεγαλύτερη από την φυσιολογική (Nakano K., et al., doi: 10.1093/jn/114.9.1602).

 

  1. Βιταμίνη C και καρκίνος.

Η σύνδεση της βιταμίνης C και του καρκίνου έγινε για πρώτη φορά από Linus Pauling και τον Cameron C. το 1976, οi οποίοi δημοσίευσαν 2 άρθρα σχετικά με το θέμα στα οποία κατέληγαν ότι  με μεγάλες καθημερινές δόσεις βιταμίνης C είτε από του στόματος, είτε ενδοφλεβίως μπορεί να αυξηθεί το προσδόκιμο επιβίωσης ασθενών που ευρίσκονται σε τελευταία φάση  κάθε μορφής καρκίνου. Επειδή ο Pauling  είχε πάρει ήδη 2 Nobel, ένα στην Χημεία και ένα Ειρήνης, τα άρθρα έκαναν μεγάλη εντύπωση και έκτοτε έχει ξεκινήσει μια διαμάχη με επιστημονικές αλλά και νομικές αντιπαραθέσεις, που είχαν θέσει από την μία πλευρά τον Pauling και τους οπαδούς του και από την άλλη όλους τους υπόλοιπους ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι αμφισβητούσαν και αμφισβητούν ακόμη τα ευρήματα του. Κατά την άποψη τους τα συμπεράσματα του Pauling στηρίζονται σε πολύ άσχημα σχεδιασμένες κλινικές μελέτες (Cameron E., and Pauling L. Supplemental ascorbate in the supportive treatment of cancer: prolongation of survival times in terminal human cancer. Proc Natl Acad Sci U S A 1976;73:3685-9, Cameron E, Pauling L. Supplemental ascorbate in the supportive treatment of cancer: reevaluation of prolongation of survival times in terminal human cancer. Proc Natl Acad Sci U S A 1978;75:4538-42, https://sciencebasedmedicine.org/high-dose-vitamin-c-and-cancer-has-linus-pauling-been-vindicated/).

H εξέλιξη αυτής της διαμάχης ήταν ο μεν Pauling να διακηρύσσει σε κάθε ευκαιρία ότι η βιταμίνη C, θεραπεύει μέχρι και το 75% των καρκίνων οποιασδήποτε μορφής με μοναδικό πρακτικό αποτέλεσμα οι πωλήσεις της να φτάσουν σε αρκετές δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια, οι δε αντίπαλοί του, όλοι οι γνωστοί και άγνωστοι ογκολόγοι της υφηλίου, να λένε ότι πάσχει από την Νόσο του Νόμπελ, όπως ο Tinbergen, o Ignarro και τελευταία ο Luc Montagnier, οι οποίοι μετά την λήψη της ανώτερης επιστημονικής διάκρισης, άχισαν να διακηρύσσουν με έμφαση, φανατισμό και επιμονή, παράλογες και ατεκμηρίωτες ιατρικές απόψεις και μάλιστα σε τομείς άσχετους με την ειδικότητά τους (https://scienceblogs.com/insolence/2010/11/23/luc-montagnier-the-nobel-disease-strikes).

Το συμπέρασμα απ όλες αυτές τις αντιπαραθέσεις είναι: α) ότι άτομα που τρέφονται για πολλά χρόνια με φρούτα και λαχανικ και ταυτόχρονα έχουν και υγιεινό τρόπο διαβίωσης, ίσως έχουν μικρότερο κίνδυνο να αναπτύξουν νεοπλασματικά νοσήματα και β) ότι η υγιεινή ζωή ίσως να βοηθά την δράση των αντινεοπλασματικών φαρμάκων σε άτομα που έχουν ήδη καρκίνο και να επιμηκύνει την ζωή τους.

 

  1. Βιταμίνη C και καρδιαγγειακές και οφθαλμικές παθήσεις.

Όπως στις προηγούμενες έτσι και στις δύο αυτές ομάδες παθήσεων η βιταμίνη C είναι χρήσιμη όταν λαμβάνεται από την υγιεινή διατροφή σε συνδυασμό με πολλές άλλες αποδεδειγμένα δραστικές φαρμακευτικές  ουσίες. Για τις καρδιολογικές παθήσεις μάλιστα αναφέρεται ότι αύξηση κατά 20 mg/L της βιταμίνης C στο πλάσμα, πέραν του φυσιολογικού ορίου, μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβάντων κατά 20%. 

 

  1. Βιταμίνη C και χρόνιος πόνος.

Η βιταμίνη C όπως έχουμε τονίσει αρκετές φορές είναι ένας ισχυρός αντιοξειδωτικός παράγοντας. Ο τρόπος με τον οποίο ένα αντιοξειδωτικό  μπορεί να επηρεάσει ή και να αναστείλει κάποια αλγεινά ερεθίσματα στον Νωτιαίο Μυελό και στον Εγκέφαλο δεν είναι ακόμη πλήρως γνωστός. Παρόλα αυτά υπάρχουν αρκετές μελέτες, όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε διάφορα άρθρα μας ερμηνεύουν μερικά την αναλγητική δράση των αντιοξειδωτικών ουσιών.

Ας ξεκινήσουμε από ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Τα κλασικά φάρμακα που χρησιμοποιούμε για την θεραπεία του χρόνιου νευροπαθητικού πόνου δηλαδή τα αντιεπιληπτικά, τα SNRIs, τα SSRIs, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, τα οπιοειδή, τα οπιούχα  και άλλα σχετικά, όπως φαίνεται και από πολύ πρόσφατες μελέτες, έχουν ιδιαίτερα σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες (Molero Y., et al. 2019. doi: https://doi.org/10.1136/bmj.l2147). Επομένως εάν βρίσκαμε κάποιο συμπληρωματικό φάρμακο που θα μπορούσε να μειώσει τις δόσεις τους, άρα και τις παρενέργειές τους, χωρίς να μειωθούν οι θετικές δράσεις τους, θα ήταν μια αποφασιστική προσέγγιση στην συνολική φαρμακολογική αντιμετώπιση του νευροπαθητικού πόνου.

Ο νευροπαθητικός πόνος, οφείλεται σε βλάβη ή νόσο του σωματοαισθητικού συστήματος τόσο στο Περιφερικό Νευρικό σύστημα (ΠΝΣ) όσο και στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ). Οι πιο συχνές κλινικές παραλλαγές του είναι: 1) Ο τραυματισμός νεύρου, είτε χειρουργικά, είτε από κάκωση. Μελέτες δείχνουν ότι το 30-50% της χρόνιας οσφυαλγίας ή/και της χρόνιας οστεοαρθρίτιδας των γονάτων εκδηλώνονται με νευροπαθητικό πόνο. 2) Η διαβητική νευροπάθεια. 3) Η νευροπάθεια της χημειοθεραπείας και πολλές άλλες.

Στην παθοφυσιολογική διαδικασία αυτών των παθήσεων  πλην της φλεγμονής, που σχεδόν πάντα συνυπάρχει, συμμετέχουν: α) τα μιτοχόνδρια των νεύρων που είναι άφθονα και ιδιαίτερα ευαίσθητα στο οξειδωτικό στρες από στις ελεύθερες ρίζες του οξυγόνου. β) Το ενδοκυττάριο ασβέστιο με 9 από τους 30 TRP διαύλους του, δηλαδή τους TRPM2, TRPM7, TRPA1, TRPC3, TRPC5, TRPC6, TRPV1, TRPV3 και TRPV4, που  ευρίσκονται είτε στις ελεύθερες απολήξεις, είτε στα γάγγλια των οπίσθιων ριζών και γ) οι διεγερτικοί και κατασταλτικοί νευροδιαβιβαστές των συνάψεων στο ΚΝΣ (Βλέπε Παθοφυσιολογία στο βιβλίο μου Χρόνιος Πόνος ή στο www.xroniosponos.gr στην Ενότητα Φυσιολογία και Παθοφυσιολογία).

Ένα πιθανό σενάριο για την εκδήλωση του νευροπαθητικού πόνου στην οσφυαλγία-ισχιαλγία είναι: 1) H βλάβη του νεύρου παράγει φλεγμονώδεις ουσίες, όπως NF kb, TNF και οξειδωτικές ρίζες. Αυτές διεγείρουν τους TRP διαύλους στις ελεύθερες απολήξεις και στα οπίσθια γάγγλια και προκαλείται εισροή άφθονου Ca στα νευρικά κύτταρα με αποτέλεσμα έντονες και συνεχείς αλγεινές ηλεκτρικές εκφορτίσεις. 2) Αυτές φθάνοντας στις συνάψεις διεγείρουν τον τασεο-ευαίσθητο δίαυλο του Ca προκαλώντας στην προσυναπτική περιοχή αύξηση του ενδοκυττάριου Ca και υπερδιέγερση των μιτοχονδρίων. 3) Η άφθονη  παραγωγή ενέργειας από τα τελευταία, προκαλεί άμεση αποδέσμευση όλων των διεγερτικών νευροδιαβιβαστών (προσταγλανδίνες, ουσία P, γλουταμικό οξύ κ.ά.) και αύξηση του πόνου.  Εάν το σενάριο αυτό είναι αληθές τότε η χρόνια εφαρμογή του οδηγεί σε μόνιμη υπερδιέγερση των προσυναπτικών μιτοχονδρίων και σταθερή υπερπαραγωγή οξειδωτικών ριζών τοπικά από αυτά, οι οποίες επειδή δεν εξουδετερώνονται από τα φυσικά αντιοξειδωτικά της περιοχής, διεγείρουν τη δραστηριότητα των προσυναπτικών νευροδιαβιβαστών (προσταγλανδίνες, ουσία Ρ, γλουταμικό οξύ) και αναστέλλουν την παραγωγή των κατασταλτικών νευροδιαβιβαστών όπως π.χ. του ισχυρότερου κατασταλτικού νευροδιαβιβαστή του πόνου, του GABA, καταστρέφοντας του νευρώνες του (Yowtak J., et al. doi: 10.1016/j.pain.2013.07.024). H αρχική αντιμετώπιση από τα υπάρχοντα αντιοξειδωτικά του οργανισμού ελέγχει το πρόβλημα, η χρόνια όμως παρουσία του εξαντλεί την φυσική άμυνα και καταστρέφει και εκφυλίζει το νεύρο. Αρά η εξωγενής χορήγηση  αντιοξειδωτικών ουσιών είναι απαραίτητη για τον έλεγχο του χρόνιου πόνου.

Για τις άλλες παραλλαγές του χρόνιου νευροπαθητικού πόνου η υπερπαραγωγή οξειδωτικών ρίζων γίνεται: 1) Στην περίπτωση της διαβητικής νευροπάθειας από τις μεταβολικές διαταραχές του σακχάρου και των λιποειδών λόγω της χρόνιας υπεργλυκαιμίας. 2) Στην περίπτωση της νευροπάθειας από την χημειοθεραπεία, από τις ταξάνες και τα άλλα φάρμακα. 3) Στη δε περίπτωση την αλκοολικής νευροπάθειας από την τοξική δράση της αιθανόλης στα νεύρα.

Εκτός όμως από την αντιοξειδωτική της δράση η βιταμίνη C είναι και ένας βασικός συμπαράγοντας στην διαδικασία της σύνθεσης διαφόρων βασικών νευροδιαβιβαστών, κατεχολαμινών και άλλων και με αυτό τον έμμεσο τρόπο συμμετέχει στην διεργασία του πόνου. Η βιταμίνη C π.χ. είναι συμπαράγοντας στο ένζυμο dopamine β-hydroxylase, το οποίο μετατρέπει την ντοπαμίνη στην ισχυρή αναλγητική ουσία νορεπινεφρίνη. Ακόμη παρεμβαίνει στην λειτουργία της tetrahydrobiopterin που βοηθά στην βιοσύνθεση μιας άλλης αναλγητικής ουσίας, της σεροτονίνης. Σε άτομα που παρουσιάζουν έλλειψη βιταμίνης C, οι δύο αυτές ισχυρές αναλγητικές ουσίες μειώνονται σημαντικά στο ΚΝΣ και το άτομο είναι ευαίσθητο σε αρκετά  αλγεινά σύνδρομα τα οποία ευτυχώς παρέρχονται εύκολα και γρήγορα μετά την χορήγηση βιταμίνης C σε μικρές αλλά επαρκείς για κάθε περίπτωση δόσεις.

Μία άλλη παρέμβαση της βιταμίνης C στην διεργασία του πόνου, η οποία δεν έχει ακόμη ερμηνευθεί πλήρως είναι παρουσία της σαν συμπαράγοντας του ενζύμου Peptidylglycine A-amidating Mono-oxygenase (PAM) το οποίο είναι απαραίτητο  για την σύνθεση των νευροπεπτιδίων ενδομορφίνη 1 και ενδομορφίνη 2. Τα δύο αυτά αμιδιωμένα τετραπεπτίδια έχουν μεγάλη επιλεκτικότητα και συνάφεια για τους μ-υποδοχείς των οπιοειδών και πιθανόν έχουν ανάλογη αναλγητική δράση με τις εγκεφαλίνες και τις ενδορφίνες (Carr A., et al. doi: 10.1186/s12967-017-1179-7).

 

  1. Βιταμίνη C για μετεγχειρητικά ορθοπεδικά προβλήματα

Όπως αναφέραμε και προηγούμενα η επιπλέον χορήγηση βιταμίνης C σε αδιευκρίνιστους διάχυτους πόνους των μυών και των αρθρώσεων μπορεί να βοηθήσει όταν τα άτομα τα οποία πάσχουν ευρίσκονται σε μία κατάσταση υποβιταμίνωσης ή έλλειψης βιταμίνης C διαφόρου αιτιολογίας  για αρκετό χρονικό διάστημα όπως π.χ. χρόνιες παθήσεις, αλκοολισμός, επίμονοι  καπνιστές κ.ά.

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις στις οποίες φαίνεται ότι η χορήγηση βιταμίνης C βοηθά και στην καθημερινή κλινική ιατρική και μάλιστα σε παθήσεις που έχουν σχέση με άλλα Μυοσκελετικά προβλήματα.

Αρκετές τυχαιοποιημένες και ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο κλινικές μελέτες έδειξαν ότι η βιταμίνη C βοηθά τόσο στην μετεγχειρητική αναλγησία από κάποια ορθοπεδική επέμβαση, κάνοντας εφικτή την μείωση των αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ή/και των οπιοειδών. Αλλά εκεί όμως που φαίνεται ότι βοηθά πολύ είναι στην πρόληψη του Συνδρόμου του Sudeck ή του Σύμπλοκου Περιοχικού Συνδρόμου Πόνου (CRPS), όπως το ονομάζουν οι Αλγολόγοι, ή της Αλγοδυστροφίας, όπως το ονομάζουν οι Ρευματολόγοι ή το οστικό οίδημα όπως το ονομάζουν οι ακτινολόγοι (βλέπε www.xroniosponos.gr στην Ενότητα «Πόνος από διάφορες παθήσεις».

Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα παράξενο σύνδρομο αλλά όχι ιδιαίτερα σπάνιο. Ο επιπολασμός του κυμαίνεται περί το 0,5-1% του πληθυσμού. Παρόλο που οι εκδηλώσεις του εμφανίζονται τις περισσότερες φορές μετά από τραυματισμό, χειρουργικό ή μη (κάταγμα ή διάστρεμμα), εγκεφαλικό επεισόδιο, αυχενικό σύνδρομο, σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, έρπητα, καρκίνο του μαστού, φάρμακα για φυματίωση ή βαρβιτουρικά, καρδιακό έμφραγμα ή σε άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις που το σύνδρομο εμφανίζεται ή επανεμφανίζεται χωρίς καμμιά αιτιολογία, παρά την ενδελεχή αναζήτηση κάποιου αιτίου.

Οι γυναίκες προσβάλλονται 3 φορές περισσότερο από τους άνδρες, οι ηλικιωμένοι (>70 ετών) περισσότερο από τους νέους και το άνω άκρο δύο φορές περισσότερο από το κάτω άκρο. Tο 30-70% των πασχόντων (ανάλογα την μελέτη) είναι καπνιστές. Πιστεύεται ότι υπάρχει και μια κληρονομική προδιάθεση για την εμφάνιση του συνδρόμου. η οποία όμως δεν έχει ακόμη αποδειχθεί (https://doi.org/10.1016/S1474-4422(11)70106-5).

Το 1999 σε μία τυχαιοποιημένη, διπλή τυφλή μελέτη διαπιστώθηκε ότι η χορήγηση βιταμίνης C μετά από κάταγμα του άκρου της κερκίδας προφυλάσσει από την εμφάνιση συνδρόμου του Sudeck. (Zollinger P.E., et al. doi: 10.2106/JBJS.F.01147). Άλλες όμως μελέτες που ακολούθησαν δεν επιβεβαίωσαν το συγκεκριμένο εύρημα.  Το 2013 μία συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση διαπίστωσε ότι η χορήγηση 500 mg την ημέρα για 45-50 ημέρες μετά το κάταγμα βοηθά στην ταχύτερη θεραπεία αλλά και μειώνει την πιθανότητα επανεμφάνισης του Sudeck (Shibuya N., et al. doi: 10.1053/j.jfas.2012.08.003. Epub 2012 Sep 15.) Το 2015 μια άλλη μετα-ανάλυση μόνον τριών μεγάλων μελετών δεν διαπίστωσε διαφορά στην κλινική εξέλιξη μεταξύ των ατόμων που έλαβαν και αυτών που δεν έλαβαν βιταμίνη C. Η διαφορά μεταξύ των δύο μετα-αναλύσεων που προανέφερα ήταν ότι κάποιες από τις μελέτες τους χρησιμοποιούσαν διαφορετικά μεταξύ τους διαγνωστικά κριτήρια (Evaniew N., et al. doi: 10.1097/BOT.0000000000000305).

Νεότερες  συστηματικές ανασκοπήσεις που δημοσιεύθηκαν το 2017 κατέληξαν ότι η δοσολογία 500 mg/ημέρα της βιταμίνης C για 50 ημέρες μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο επανεμφάνισης του συνδρόμου του Sudeck μέχρι ποσοστού 50%, ιδιαίτερα μετά από κάταγμα του άκρου της κερκίδας. (Aim F., et al. doi: 10.1016/j.otsr.2016.12.021. Epub 2017 Mar 4. Bussa M., et al., doi: 10.1016/j.pmrj.2016.11.006. Epub 2016 Nov 23. Bharwani K.D., et al. doi: 10.1016/j.bja.2019.03.030. Epub 2019 May 2).

Αυτά τα ευρήματα καταλήγουν στην άποψη ότι δεν θα ήταν λάθος να δίνουμε μία μικρή δόση βιταμίνης C για ένα δίμηνο μετά το συμβάν σε άτομα που έχουν υποστεί κάταγμα όχι μόνο στην κερκίδα αλλά και σε άλλα μέρη του στόματος ή ακόμη και μετά από κάποια ορθοπεδική επέμβαση. Το Βασιλικό Κολλέγιο των Ιατρών στην Βρετανία το 2018 στις ανανεωμένες κατευθυντήριες οδηγίες του για την διάγνωση και θεραπεία του Sudeck ή του CRPS, όπως το αναφέρουν, παρόλο που δεν βάζουν την βιταμίνη C στις κύριες θεραπείες, στο παράρτημα 7, το οποίο αφορά την μετεγχειρητική αντιμετώπιση των ασθενών μετά από ορθοπεδική επέμβαση, συστήνουν την χορήγηση 500 mg/ημέρα της βιταμίνης C για 6 εβδομάδες διότι όπως λέγουν μειώνει την πιθανότητα επιπλοκών. Η Academy of Orthopaedic Surgeons των ΗΠΑ στις πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες της μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα θερμή για την σημαντικότητα της χορήγησης της βιταμίνης C στο Sudeck, αλλά τονίζει ότι μέχρι να διευκρινισθεί το θέμα καλόν είναι να χορηγούμε σε αυτές τις περιπτώσεις (καταγμάτων) 500 mg/ημέρα για 5-6 εβδομάδες βιταμίνης C διότι ούτε ιδιαίτερες ανεπιθύμητες ενέργειες προκαλεί αλλά μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή επιπλοκών (Smith D. Vitamin C for Complex Regional syndrome prophylaxis. BCMJ 2019;1(9):349).

Συμπέρασμα: Η βιταμίνη C είναι μια ιδιαίτερα χρήσιμη ουσία για τον ανθρώπινο οργανισμό και χρειάζεται να ευρίσκεται πάντα σε επαρκή επίπεδα στο σώμα μας. Φαίνεται ότι συμμετέχει, πλην των άλλων και στον έλεγχο του χρόνιου πόνου με άγνωστο μηχανισμό, ιδιαίτερα στην πρόληψη και θεραπεία του αλγεινού συνδρόμου του Sudeck που εμφανίζεται σε ποσοστό περί το 1%, μετά από κακώσεις ή ορθοπεδικές επεμβάσεις των αρθρώσεων. 

  1. Βιταμίνη C και Οστά

Είναι γνωστό ότι η βιταμίνη C είναι απαραίτητη για την υγεία των ούλων. Η θεραπευτική δράση της στο σκορβούτο είναι γνωστή εδώ και τρεις αιώνες. Η δράση αυτή οφείλεται στην ικανότητα της να αναπλάθει και να διατηρεί το κολλαγόνο δρώντας θετικά στον σχηματισμό της υδροξυπρολίνης και υδροξυλυσίνης, οι οποίες συνθέτουν την τριπλή έλικα του κολλαγόνου. Από κολλαγόνο όμως, πλην των άλλων, αποτελείται και η θεμέλια ουσία των οστών, το οστεοειδές και αρκετά χρόνια τώρα συζητείται μήπως η βιταμίνη C βοηθά και στην πρόληψη της Οστεοπόρωσης και προστατεύει από τα κατάγματα. 

Πράγματι σε κλινικά ευρήματα του σκορβούτου συμπεριλαμβάνονται αρκετές φορές και σημεία και συμπτώματα από τα οστά όπως π.χ. οστεόλυση, οστεονέκρωση, απώλεια οστικής μάζας και οστικά κατάγματα, όπως και μελέτες σε πειραματόζωα, έδειξαν ότι πειραματική ένδεια βιταμίνης C επηρεάζει αρνητικά την δημιουργία οστικής μάζας, του κολλαγόνου και γενικά του συνδετικού ιστού (Fain O., et al. 2004, doi: 10.1016/j.jbspin.2004.01.007), όπως και ότι είναι απαραίτητη: α) για την αναστολή της οστεόλυσης την οποία προκαλούν οι οστεοκλάστες (αντιοξειδωτικό), β) για την διέγερση και ωρίμανση των οστεοβλαστών, γ) για την δημιουργία του κολλαγόνου τύπου Ι και δ) για την ρύθμιση, της γονιδιακής μεταγραφής, του DNA και την μεθυλίωση της ιστόνης. 

Τα ευρήματα αυτά ήρθαν να επιβεβαιώσουν ή να απορρίψουν  παλαιότερες επιδημιολογικές μελέτες οι οποίες είχαν δείξει ότι ίσως η βιταμίνη C έχει σχέση με την Οστεοπόρωση (Shivani Sahni et al,. 2008, doi: 10.1093/jn/138.10.1931). 

Στα ερωτήματα αυτά έδωσε κάποιες απαντήσεις και μία σχετικά πρόσφατη ανασκόπηση (Olga Brzezińska et al. 2020 doi: 10.3390/nu12082394) όλων των μελετών οι οποίες αφορούσαν την σχέση μεταξύ βιταμίνης C και οστικής μάζας και είχαν δημοσιευθεί στην διεθνή βιβλιογραφία μεταξύ των ετών 2000 και 2020. Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι βρέθηκαν τελικά 66 άρθρα, 29 από αυτά αφορούσαν μελέτες παρατήρησης σε ανθρώπους και 8 ήταν παρεμβατικές. Οι υπόλοιπες 28 αφορούσαν μελέτες σε πειραματόζωα. Αν και ο αριθμός των ατόμων τα οποία συμμετείχαν στις μελέτες αυτές ήταν αθροιστικά αρκετά μεγάλος, η μεθοδολογία της κάθε μελέτης διέφερε αρκετά, σε αριθμό ασθενών, στην δοσολογία της βιταμίνης C και στην χρονική διάρκεια χορήγησης της, τόσο ώστε τελικές αποφάσεις χρήσιμες για την κλινική Οστεοπόρωση και τα οστεοπορωτικά κατάγματα ήταν αδύνατον να ληφθούν. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τους συγγραφείς, η ανασκόπηση αυτή έδωσε αρκετά στοιχεία ώστε να συνδεθεί μία πιθανή θετική δράση της βιταμίνης C με την πρόληψη της Οστεοπόρωσης και την συχνότητα των οστεοπορωτικών καταγμάτων και φαίνεται ότι είναι πράγματι απαραίτητο να χορηγούνται επαρκείς ποσότητες βιταμίνης C με την διατροφή, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους όπου η Οστεοπόρωση είναι συχνότερη. Αντίθετα θα πρέπει να τονιστεί ότι οι πολύ μεγάλες δόσεις βιταμίνης C οι οποίες χορηγούνται από μερικούς για να επιδράσουν θετικά στην Οστεοπόρωση, είναι σίγουρο ότι προκαλούν τοξικότητα στα κύτταρα των οστών  και έχουν πάντα αρνητικό αποτέλεσμα στην οστική μάζα (Chin K.Y., et al. 2018, doi: 10.2174/1389450116666150907100838). Επομένως για ακόμη μία φορά επιβεβαιώνεται η άποψη πολλών αλλά και η δικιά μας ότι «ουκ εν τω πολλώ το ευ» για οποιοδήποτε μικροθρεπτική ουσία όπως είναι η βιταμίνη C και πολλές άλλες.

 

Τελικό Συμπέρασμα για την βιταμίνη C

 Η εμμονική υπερδιαφήμιση της από τον Pauling και τους οπαδούς του, σαν «το φάρμακο δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» (Ματθαίος Δ 23),  είχε σαν αποτέλεσμα,  αφενός την εντυπωσιακή αύξηση των πωλήσεων της στο ευρύ κοινό, αλλά παράλληλα την πλήρη καταβαράθρωση της αξιοπιστίας της σαν φάρμακο μεταξύ των γιατρών. Τόσο για το πρώτο όσο και για το δεύτερο νομίζω ότι: 1) εάν αντιδρούσα σε κάθε διαφημιστική ή δυσφημιστική προσπάθεια ενός φαρμάκου αρνητικά, ελάχιστα θα είχαν μείνει για να δώσω στους ασθενείς μου και 2) Η καλύτερη διαφήμιση ενός φαρμάκου γίνεται από τους θεραπευμένους ασθενείς !