27-10-2021

Ο μεταβολισμός ενός αντιφλεγμονώδους φαρμάκου επηρεάζεται και από τα επίπεδα των μεσολαβητών της φλεγμονής. Δρ Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης, Ρευματολόγος, (www.myoskeletiko.com).

Ο μεταβολισμός ενός αντιφλεγμονώδους φαρμάκου επηρεάζεται και από τα επίπεδα των μεσολαβητών της φλεγμονής.

Δρ Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης, Ρευματολόγος, (www.myoskeletiko.com).

 

Ποιότητα ενός φαρμάκου χαρακτηρίζεται το σύνολο των ιδιοτήτων και των χαρακτηριστικών του, τα οποία ικανοποιούν τον σκοπό για τον οποίον προορίζεται. Στην καθημερινότητα μας πιστεύουμε ακράδαντα ότι κάθε φάρμακο έχει ένα χαρακτηριστικό ποιοτικό θεραπευτικό προφίλ το οποίο καλύπτει μία ομάδα νόσων (αντιφλεγμονώδες, αντιβιοτικό κ.λπ.). Aρκεί να προσαρμόσουμε την δόση του ανάλογα με την ένταση της νόσου ή/και τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες του, ανάλογα με το ιστορικό του ασθενούς και όλα θα πάνε καλά.

Δυστυχώς η θεραπευτική δεν είναι τόσο απλή.

Μέσα στα κύτταρα του ήπατος και του εντέρου, αλλά και σε άλλα κύτταρα του σώματος μας ευρίσκεται μία υπεροικογένεια ενζύμων τα οποία ονομάζονται  κυτοχρώματα τα οποία έχουν σαν βασική εργασία τον μεταβολισμό των φαρμάκων, δηλαδή την μεταβολή τους σε απλούστερα μόρια ώστε να μπορούν να αποβληθούν εύκολα από τα νεφρά ή/και από την χολή στο έντερο (αποτοξίνωση του οργανισμού). Η οικογένεια αυτή ονομάζεται P450 και αποτελείται από τα εξής 4 (κυρίως) μέλη (ισοένζυμα) 3A4, 3A5, 3A7 and 3A43. Από αυτά το 3A4 θεωρείται  ίσως το σπουδαιότερο. Χρήσιμη γνώση είναι ότι η ταχύτητα δράσης αυτών των ενζύμων είναι έως και 30% μεγαλύτερη στις γυναίκες από τους άνδρες.

Η δράση αυτών των ενζύμων επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Κάποιοι από αυτούς την επιταχύνουν με αποτέλεσμα στα φάρμακα που καταβολίζονται από αυτά  να μειώνεται η παραμονή και η δοσολογία μέσα στον οργανισμό και να επηρεάζεται αρνητικά η δράση τους. Αντίθετα κάποιοι άλλοι παράγοντες την επιβραδύνουν με αποτέλεσμα τα φάρμακα τα οποία καταβολίζονται από αυτά να παραμένουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στον οργανισμό και να αυξάνεται η δράση τους αλλά και οι παρενέργειες τους. Η πρώτη διαδικασία ονομάζεται φαρμακολογική επαγωγή (induction), ενώ η δεύτερη φαρμακολογική αναστολή (inhibition).

Επαγωγή δηλαδή αύξηση της δράσης των ενζύμων Ρ450 προκαλούν η φαινοβαρβιτάλη, η φαινυντοΐνη, η ριφαμπικίνη, η κορτιζόνη κ.ά. οι οποίες  εάν συνχορηγηθούν με κάποιες άλλες ουσίες όπως π.χ. με  οργανοφωσφορικά εντομοκτόνα μειώνουν την δράση των τελευταίων στον οργανισμό διότι αυξάνουν τον καταβολισμό και την αποβολή τους.

Αντίθετα αναστολή της δράσης των Ρ450 κυτοχρωμάτων προκαλούν τα φάρμακα clarithromycin, diltiazem, erythromycin, itraconazole, ketoconazole, ritonavir και verapamil. Οταν συνδυάζονται αυτά με κάποια άλλα τα οποία φυσιολογικά καταβολίζονται από τα κυτοχρώματα τότε επειδή ο καταβολισμός των τελευταίων επιβραδύνεται, αυξάνονται προοδευτικά τα επίπεδα τους στον οργανισμό άρα και οι παρενέργειες τους, όπως π.χ. η clarithromycin ή η ερυθρομυκίνη (αντιβιοτικά) εάν χορηγηθούν μαζί με την simvastatin (στατίνη για τον έλεγχο της υπερχοληστεριναιμίας), τότε τα επίπεδα της simvastatin αυξάνονται στον οργανισμό διότι ο καταβολισμός της επιβραδύνεται λόγω του αντιβιοτικού και προκαλείται ραβδομυόλυση (καταστροφή των μυών) ή/και μυοπάθεια.

Το ίδιο συμβαίνει εάν κάποιος συνδυάσει την diltiazem ή την verapamil (αντιυπερτασικά) με την πρεδνιζόνη (κορτικοειδές το οποίο λαμβάνεται συχνά από τους ασθενείς με ρευματικές παθήσεις, αλλεργίες κ.λπ.), τότε τα επίπεδα της κορτιζόνης στο αίμα αυξάνονται. Αλλά και ένα κοινότατο ποτό, το γκρέϊπφρουτ το οποίο προκαλεί αναστολή της δράσης των κυτοχρωμάτων Ρ450 στο έντερο, όταν συνχορηγείται με 44 διαφορετικά φάρμακα προκαλεί αύξηση των τελευταίων στον οργανισμό με αποτέλεσμα, την αύξηση των επιπέδων τους ό και την εκδήλωση ενίοτε σοβαρών παρενεργειών.

Οι παραπάνω αλληλεπιδράσεις μεταξύ των φαρμάκων είναι λίγο-πολύ γνωστές εκείνο όμως το οποίο δεν είναι τόσο γνωστό είναι η επίδραση κάποιων παθήσεων επάνω στην ενζυμική ομάδα Ρ450.

Πρόσφατα σχετικά ευρήματα δείχνουν ότι στις φλεγμονώδεις παθήσεις (ρευματικές παθήσεις, λοιμώξεις, καρκίνος κ.ά.) οι φλεγμονώδεις μεσολαβητές οι οποίοι εκκρίνονται από τα διεγερμένα λευκά αιμοσφαίρια ή άλλα κύτταρα τα οποία συμμετέχουν στην φλεγμονή, όπως π.χ. η CRP, η α-1-acid glycoprotein αλλά και διάφορες ιντερλευκίνες, όπως π.χ. η Ιντερλευκίνη 6, επιδρούν και αναστέλλουν την δράση των ενζύμων του κυτοχρώματος Ρ450. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να προκαλούν καταστολή του καταβολισμού των αντιφλεγμονωδών φαρμάκων τα οποία χορηγούμε για την θεραπεία αυτών των παθήσεων, με συνέπεια την τοξική αύξηση των επιπέδων αυτών στον οργανισμό και ενίοτε την εκδήλωση σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών εάν χορηγούνται σε υψηλές δόσεις.

Συμπέρασμα: Σε οξείες και χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στην δοσολογία των διαφόρων φαρμάκων τα οποία χορηγούμε για την θεραπεία τους, διότι μερικά από αυτά εκδηλώνουν τοξικές ενίοτε αλληλοεπιδράσεις όχι μόνο από φάρμακα ή ουσίες τις οποίες λαμβάνει ο ασθενής για τις συννοσηρότητες του, αλλά και από τους φλεγμονώδεις μεσολαβητές της ίδιας της πάθησης.