21-01-2011

Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης - Κέλλυ Mπούσια, ψυχοθεραπεύτρια

Κέλλυ Mπούσια, Ψυχοθεραπεύτρια, BSc Ψυχολογίας, ΜΑ in Psychoanalytic Studies
Σύμβουλος Ομάδων και Οργανισμών - Μέλος του Ελληνικού Οργανισμού Παιδείας και Ψυχοθεραπείας στην Ομαδική Ανάλυση - τ. Επόπτρια Θεραπευτικής Κοινότητας και Κοινωνικής Επανένταξης ΚΕΘΕΑ ΕΞΑΝΤΑΣ kellybousia@yahoo.gr

Όλοι μας κατά καιρούς περνάμε διαστήματα κατά τα οποία νιώθουμε πολύ κουρασμένοι. Δεν μπορούμε να σηκωθούμε από το κρεβάτι, δεν θέλουμε να πάμε στη δουλειά, έχουμε κακή διάθεση... Ωστόσο, το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης δεν μοιάζει με τις φυσιολογικές αλλαγές και διακυμάνσεις της ενεργητικότητάς μας. Tο χαρακτηριστικό σύμπτωμα του συνδρόμου είναι η μεγάλη κόπωση η οποία εμφανίζεται ξαφνικά και είναι πολύ έντονη. Πρόκειται για ένα αίσθημα αδυναμίας το οποίο δε βελτιώνεται ούτε με τον ύπνο, ούτε με την ανάπαυση αλλά επιμένει ή επανέρχεται συνεχώς και σε καμία περίπτωση δεν αφορά μεμονωμένα περιστατικά, αλλά σημαντικές χρονικές περιόδους που διακρίνονται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Σύμφωνα πάντως με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) αν θέλουμε να ορίσουμε το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης (Σ.Χ.Κ.), θα πρέπει να ικανοποιούνται τουλάχιστον τα παρακάτω κριτήρια:

1. Σοβαρού βαθμού χρόνια κόπωση διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών, η οποία δεν αποδίδεται σε άλλες γνωστές κλινικές καταστάσεις και δεν βελτιώνεται με την ανάπαυση.
2. Συνύπαρξη τεσσάρων ή περισσότερων από τα παρακάτω συμπτώματα, τα οποία θα πρέπει να αναφέρονται τουλάχιστον για χρονικό διάστημα έξι συνεχόμενων μηνών:
•   Πονόλαιμος
•   Διογκωμένοι αδένες (λεμφαδενοπάθεια)
•   Μυαλγία
•   Πόνος σε όλες τις αρθρώσεις (πολυαρθραλγία)
•   Πονοκέφαλος (κεφαλαλγία)
•   Ύπνος που δεν προσφέρει αίσθηση ξεκούρασης
•   Διαταραχή της μνήμης ή της ικανότητας συγκέντρωσης
•   Απόσυρση του ατόμου από τις μέχρι τώρα δραστηριότητές του και έλλειψη ικανότητας να αντεπεξέλθει στις καθημερινές ανάγκες της ζωής του (στοιχεία κατάθλιψης).

Σε ότι αφορά τη διάγνωση, δεν υπάρχει μία διαγνωστική εξέταση για το σύνδρομο. H διάγνωσή του γίνεται με τη μέθοδο του αποκλεισμού. Το άτομο, υποβάλλεται σε σειρά εξετάσεων, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επίμονη κούρασή του οφείλεται σε κάποια νόσο. Eφόσον όλα τα πιθανά νοσήματα αποκλειστούν, τότε γίνεται η διάγνωση του Συνδρόμου Χρόνιας Κόπωσης (ΣΧΚ) σε συνδυασμό με την ύπαρξη των συμπτωμάτων που αναφέραμε παραπάνω.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει μία ξεκάθαρη απάντηση για το ποιοί άνθρωποι παρουσιάζουν το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης. Aρκετοί αναφέρουν ότι τα συμπτώματα ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια μίας περιόδου παρατεταμένης εργασίας ή/και έντονου στρες, ενώ σε άλλους το σύνδρομο παρουσιάστηκε ξαφνικά, χωρίς φαινομενική αιτία. Για το λόγο αυτό κρίνεται σκόπιμο παράλληλα με τις ιατρικές εξετάσεις να γίνεται και μια ψυχολογική εκτίμηση του ασθενούς και της κατάστασής του. Μάλιστα, μετά από έρευνες των Wessely και Powell αλλά και των Kruesi et al. αποδεικνύεται πως η ύπαρξη ψυχικής διαταραχής διαπιστώνεται στα ? των ασθενών που διαγνώστηκαν με ΣΧΚ. Η συχνότερη διάγνωση ήταν η κατάθλιψη, και ακολουθούν η αγχώδης και η σωματοποιημένη διαταραχή.
Λόγω της συννοσηρότητας, της παρουσίας δηλαδή τόσο σωματικών όσο και ψυχικών προβλημάτων στα άτομα με ΣΧΚ, υπάρχει διαφωνία στην επιστημονική κοινότητα ως προς το αν η ψυχική διαταραχή υφίσταται ως πρωτογενές χαρακτηριστικό του ΣΧΚ ή εάν αποτελεί μια δευτερογενή εκδήλωση των εξουθενωτικών του συμπτωμάτων. Πάντως, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τους ασθενείς με ΣΧΚ από εκείνους με κατάθλιψη, είναι ότι οι πρώτοι έχουν λιγότερες πιθανότητες να αναφέρουν αισθήματα ενοχής, χαμηλής αυτοεκτίμησης και να κατηγορήσουν τον εαυτό τους για την κατάστασή τους. Η προσωπικότητα των ασθενών, πάντως, φαίνεται να εμπλέκεται όλο και περισσότερο στην αιτιοπαθογένεια του ΣΧΚ. Συγκεκριμένα, κάποιοι τύποι προσωπικότητας φαίνεται ότι σχετίζονται με υψηλότερα επίπεδα στρες από άλλους. Έτσι συχνά σε πάσχοντες με ΣΧΚ εντοπίζονται χαρακτηριστικά προσωπικότητας τύπου Α (όπως τελειοθηρία).
Σε άλλες έρευνες αναφέρεται ότι οι ασθενείς με ΣΧΚ περιγράφουν τους εαυτούς τους ως άτομα με υψηλούς στόχους, που δίνουν μεγάλη σημασία στη γνώμη των άλλων για το άτομό τους και βρίσκονται σε συνεχή αγώνα για να ανταποκριθούν σε προσωπικές φιλοδοξίες και κοινωνικές επιταγές. Δίνουν συνήθως την εντύπωση ενός θαρραλέου και δυνατού ατόμου, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για άτομα που καταπιέζουν τα συναισθήματά τους.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν το σύνδρομο άρχισε να ερευνάται επιστημονικά, είχε χαρακτηριστεί ως «η γρίπη των γιάπηδων», επειδή όσοι ζητούσαν βοήθεια ήταν σκληρά εργαζόμενοι, επιτυχημένοι επαγγελματίες, 30-45 χρονών, ανώτερου μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου (στερεότυπο του «γιάπη»). Aπό τότε όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει και σήμερα γνωρίζουμε ότι το σύνδρομο αντιπροσωπεύει το 1-3% των γενικών συνδρόμων του πληθυσμού και αφορά ανθρώπους κάθε ηλικίας και τάξης. Σε ότι αφορά το φύλο όμως, φαίνεται να παρουσιάζεται στις γυναίκες σχετικά συχνότερα συγκριτικά με τους άνδρες.
Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ΣΧΚ αποτελεί μια περίπλοκη νόσο. Σχετίζεται τόσο με οργανικούς όσο και ψυχολογικούς παράγοντες και συνεπώς δεν υπάρχει μία αποτελεσματική και ολοκληρωμένη θεραπεία για αυτό.
Γενικά πάντως μπορούμε να πούμε πως το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης «ακουμπάει» σε τρεις διαφορετικές ομάδες νοσημάτων, με αποτέλεσμα να παρερμηνεύεται συχνά ως μία από αυτές και να αντιμετωπίζεται είτε ως ρευματοπάθεια, είτε ως λοίμωξη, είτε ως ψυχική νόσος και πάνω σε αυτή τη βάση και καθώς δεν έχει εξακριβωθεί το ακριβές αίτιο του συνδρόμου ίσως είναι καλό να αναφερθούμε σε μια συνδυαστική θεραπεία όπως για παράδειγμα τη χορήγηση φαρμάκων (αντιφλεγμονώδη, αντικαταθλιπτικά) για την αντιμετώπιση ορισμένων συμπτωμάτων (πόνοι στις αρθρώσεις, κατάθλιψη) με ταυτόχρονη ψυχολογική υποστήριξη για την ανακούφιση του ασθενούς. Η ψυχολογική υποστήριξη του πάσχοντος μάλιστα φαίνεται να συνεισφέρει πολύ θετικά στη θεραπεία.
Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης αποτελεί μια πολύπλοκη νόσο, που χρήζει ειδικής αντιμετώπισης και προσοχής. Όπως και σε κάθε άλλη νόσο η πρόληψη είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς μπορεί να είναι ο σημαντικότερος τρόπος αντιμετώπισης της νόσου. Είναι σημαντικό να μάθουμε να προγραμματίζουμε την καθημερινότητά μας με τρόπο λειτουργικό και να καθορίζουμε τις προτεραιότητες μας αποφεύγοντας την εξουθένωση.
Τέλος, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται στην διατήρηση της καλής ψυχικής μας υγείας. Χαρακτηριστικά προσωπικότητας όπως η τελειομανία, το να θέτουμε στόχους που είναι υπερβολικοί και μάλλον ανέφικτοι, το να αγχωνόμαστε με το παραμικρό κλπ είναι παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της νόσου. Βεβαίως, το να θέτουμε στόχους και να προσπαθούμε να τους πετύχουμε αποτελεί κεντρικό άξονα στη ζωή μας, χρειάζεται όμως να έχουμε κατά νου πως μπορούμε να είμαστε υπεύθυνοι και παραγωγικοί σε όλους τους τομείς της καθημερινότητάς μας χωρίς όμως αυτό να αποβαίνει εις βάρος της ψυχικής μας ισορροπίας. Σε περίπτωση που παρατηρήσουμε πως αγχωνόμαστε με το παραμικρό και αδυνατούμε να ελέγξουμε το συναίσθημά μας σε βαθμό που επηρεάζεται η καθημερινή μας λειτουργία, καλό θα ήταν να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό, ψυχολόγο ή/και ψυχοθεραπευτή.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Thomas P.K. The chronic fatigue syndrome: What do we know? British Medical Journal, 1993, 306: 1557-1558.

2. Kruesi M.J., Dale J., Straus S.E. Psychiatric diagnoses in patients who have chronic fatigue syndrome. Journal of Clinical Psychiatry 1989, 50: 53-56.

3. Powell R., Dolan R., Wessely S. Attributions and self-esteem in depression and chronic fatigue syndromes. Journal of Psychosomatic Research 1990, 34: 665-673.

4. Chronic Fatigue Syndrome. Available from: http://www.emedicine.com/MED/topic3392.htm

5. Malouff J.M. et al. (June 2008). "Efficacy of cognitive behavioral therapy for chronic fatigue syndrome: a meta-analysis". Clinical Psychology Review 28 (5): 736–45.

To άρθρο γράφτηκε την 18-1-2011