09-03-2024

Πως αντιμετωπίζουμε μια τενοντοπάθεια. Κων/νος Σαρόπουλος, Ορθοπαιδικός Χειρουργός, Δ/ντής Η΄ Ορθοπαιδικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν (konsaropoulos@gmail.com).

Πως αντιμετωπίζουμε μια τενοντοπάθεια.

Κων/νος Σαρόπουλος, Ορθοπαιδικός Χειρουργός, Δ/ντής Η΄ Ορθοπαιδικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν (konsaropoulos@gmail.com).

 

Περίπου το 1% των ενηλίκων >45 ετών έχουν ένα νέο επεισόδιο πόνου στον ώμο ετησίως. Οι τενοντοπάθειες αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% αυτών των περιπτώσεων, που εκφράζεται με πόνο, δυσλειτουργία και επηρεάζουν την ποιότητα ζωής. Οι μισοί μάλιστα των ασθενών αναφέρουν ότι τα συμπτώματα επιμένουν για μια διετία, γεγονός που δείχνει ανθεκτικότητα στις συνήθεις θεραπείες.

Οι τενοντοπάθειες του ώμου τα τελευταία 30 χρόνια κάνουν έναν κύκλο όσον αφορά την ονοματολογία τους ξεκινώντας ως τενοντίτιδα (tendinitis) του υπερακάνθιου την δεκαετία του 1990, που υποδηλώνει φλεγμονώδη αιτία, έως τενόντωση (tendinosis) τη δεκαετία του 2000, υποδηλώνοντας την εκφυλιστική φύση της πάθησης και τενοντοπάθεια (tendinopathy) πιο πρόσφατα, που υποδηλώνει άγνωστη αιτία και στη συνέχεια επανεμφάνιση του φλεγμονώδους παθοφυσιολογικού μοντέλου.

Η μεταβαλλόμενη ονοματολογία της νόσου, διανθισμένη με τις διάφορες ετικέτες όπως π.χ. του συνδρόμου του υποακρωμιακής πρόσκρουσης, αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η κατανόηση της αιτιοπαθογένειας των τενοντοπαθειών του ώμου παραμένει ελάχιστα κατανοητή (DOI:10.1093/rap/rkad086.)

Οι συνήθεις θεραπείες για τις τενοντοπάθειες του ώμου περιλαμβάνουν την άσκηση, την φυσικοθεραπεία, τις εγχύσεις κορτιζόνης και την χειρουργική επέμβαση (αρθροσκοπική υπακρωμιακή αποσυμπίεση-νεαροποίηση). Ωστόσο, τα κλινικά αποτελέσματα από τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες δείχνουν ότι αυτές οι παρεμβάσεις δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές σε βάθος χρόνου και αυτό διότι η εμφάνιση και η επιμονή της τενοντοπάθειας του ώμου σχετίζεται με κάποιους γενικούς τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου που αφορούν τον τρόπο ζωής, όπως το κάπνισμα, το υπερβολικό βάρος σώματος, την έλλειψη φυσικής δραστηριότητας και την υπέρταση. Αξίζει τον κόπο λοιπόν μαζί με την οποιαδήποτε τοπική θεραπεία να δώσουμε έμφαση στα προληπτικά αυτά μέτρα, αφού ως γνωστόν αυξάνουν επίσης τον κίνδυνο ανάπτυξης άλλων συνηθισμένων και πιο σοβαρών παθήσεων, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τον σακχαρώδη διαβήτη και τις κακοήθειες.

Παρόλα αυτά επιτρέψτε μου να δυσκολευτώ να φανταστώ την αντίδραση των ασθενών μας όταν αντιληφθούν την αγωνία μας στη διαχείριση της τενοντίτιδάς τους. Μιας απλής πάθησης των μαλακών μορίων κατά την κρατούσα άποψη. Οφείλουμε λοιπόν να εφαρμόσουμε θεραπευτικά όσα γνωρίζουμε έως τώρα, τα οποία εντέλει δεν είναι και τόσο απογοητευτικά στην πραγματικότητα αντί να ξεκινάγαμε την θεραπεία, με την πρόταση: «ξεκινήστε αυτή τη θεραπεία, αλλά μην περιμένετε πολλά εάν π.χ. δεν αδυνατίσετε ή δεν κόψετε το κάπνισμα κ.λπ.. Είναι λογικό ότι ελάχιστοι θα καταφέρουν να υπομείνουν τα έντονα τις περισσότερες φορές συμπτώματα, περιμένοντας να δράσουν τα μέτρα περιορισμού των παραγόντων κινδύνου. Το πιο πιθανόν είναι να αλλάξουν γιατρό.