12-12-2010

Εισαγωγή - Δρ. Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης, ρευματολόγος

Εισαγωγή - Δρ. Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης, ρευματολόγος

Αν η φαρμακοδυναμική μπορεί να οριστεί σαν το σύνολο των επιδράσεων ενός φαρμάκου στον οργανισμό, η φαρμακοκινητική είναι το ακριβώς αντίθετο και ορίζεται σαν το σύνολο των επιδράσεων που ο οργανισμός προκαλεί στο φάρμακο.

Μέχρι τώρα έχουμε μελετήσει που και πώς ένα φάρμακο μπορεί να εξασκήσει τη δράση του. Τώρα θα ασχοληθούμε με το πώς ένα φάρμακο μπορεί να φτάσει στο σημείο που θα δράσει, όπως και το τι θα συμβεί στο φάρμακο όταν εξασκήσει τη δράση του. Η φαρμακοκινητική ασχολείται με την απορρόφηση των φαρμάκων, την κατανομή τους στους ιστούς του σώματος, τον μεταβολισμό τους και τελικά την αποβολή τους από τον οργανισμό.

Θα μπορούσε κάποιος σχηματικά να θεωρήσει ότι ο οργανισμός αποτελεί ένα δίχωρο σύστημα. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει ένα κεντρικό χώρο που αποτελεί το αίμα και τον εξωκυττάριο χώρο ορισμένων ιστών όπως π.χ. του ήπατος, με πλούσια αιμάτωση και από ένα περιφερικό χώρο που περιλαμβάνει ιστούς με μικρότερη αιμάτωση, όπως ο λιπώδης ιστός. Όταν χορηγήσουμε ένα φάρμακο, αυτό περνά ταχύτατα στον κεντρικό χώρο και βραδύτερα στον περιφερικό. Η πρώτη φάση αφορά συνήθως τη διαδικασία της απορρόφησης και οι δύο τη διαδικασία της κατανομής.

Σε όλες τις φάσεις τις φαρμακοκινητικής ένα φάρμακο θα πρέπει να διαπεράσει κάποιους φραγμούς, είτε για να απορροφηθεί, είτε για να μεταβολιστεί, είτε για να αποβληθεί. Οι φραγμοί αυτοί αποτελούνται από κύτταρα, τα επιθηλιακά κύτταρα, που βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο, σε έναν ή περισσότερους στοίχους και είναι ή τα κύτταρα του βλεννογόνου του εντέρου ή τα κύτταρα του αγγειακού επιθηλίου του κυκλοφορικού συστήματος ή τα κύτταρα του εκάστοτε ιστού.

Ένα φάρμακο λοιπόν θα πρέπει να περάσει διαμέσου των κυττάρων ή καλύτερα διαμέσου των κυτταρικών μεμβρανών τους, με τους τρόπους και τις προϋποθέσεις που περιγράψαμε στο κεφάλαιο «Το κύτταρο και το Φάρμακο». Συμπερασματικά, η φαρμακοκινητική ενός φαρμάκου εξαρτάται από την ικανότητά του να διαπερνά κυτταρικές μεμβράνες, άρα εξαρτάται από την διαλυτότητά του, το μοριακό τους βάρος, τον ιονισμό του και από όλα τα άλλα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά του.