24-06-2023

Ινομυαλγία. Διαφοροδιάγνωση από απλό χρόνιο πόνο. Δρ Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης. Ρευματολόγος, (www.myoskeletiko.com).

Ινομυαλγία. Διαφοροδιάγνωση από απλό χρόνιο πόνο.

Δρ Αχιλ. Ε. Γεωργιάδης. Ρευματολόγος, (www.myoskeletiko.com).

 

Ιστορικά η Ινομυαλγία είναι μια αρκετά πολύπαθη νόσος. Αρχικά για να αποφασίσει η ιατρική κοινότητα ότι αποτελεί μια ξεχωριστή νοσολογική οντότητα χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 30 χρόνια και αυτό έγινε αφού διανύσαμε μια περίοδο εντόνων αντεγκλήσεων σε διεθνή συνέδρια και στον διεθνή περιοδικό ιατρικό τύπο. Στη συνέχεια, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα, προτάθηκαν από το American College of Rheumatology (ACR) το 1990 κάποια κλινικά διαγνωστικά κριτήρια, τα οποία όμως ήταν τόσο περίπλοκα που για να βάλει κάποιος τελικά την διάγνωση, έπρεπε να εξετάζει τον ασθενή επί ώρες. Το 2010 θεσπίσθηκαν νέα κριτήρια, (ACR 2010 criteria), τα οποία ήταν πιο απλοποιημένα και βασικά είχαν απαλείψει την υποχρεωτική ύπαρξη των σημείων ευαισθησίας αλλά δεν έλυσαν το πρόβλημα του χρόνου εξέτασης (https://doi.org/10.1002/art.27584) και γι’ αυτό ερευνητές από την Σκωτία πρότειναν τα τροποποιημένα ACR 2010 κριτήρια τα οποία βελτίωσαν κλινικά την κατάσταση αλλά άλλαξαν όλο το προφίλ της νόσου. Πράγματι οι συνάδελφοι από το Aberdeen εφαρμόζοντας ταυτόχρονα όλα τα είδη των μέχρι τότε κριτηρίων σε 104 ασθενείς με χρόνιο πόνο τύπου Iνομυαλγίας, διαπίστωσαν τις εξής διαφορές (doi: 10.1136/annrheumdis-2016-209724): 

1) Από τους 104 ασθενείς οι 32 (31%) κάλυπταν τουλάχιστον μία από τις 3 ομάδες κριτηρίων. Οι 11 κάλυπταν τα ACR 1990 κριτήρια, οι 7 τα ACR 2010 κριτήρια και οι 27 τα δικά τους ACR 2010 τροποποιημένα κριτήρια. Τέσσερεις ασθενείς κάλυπταν όλα τα είδη των κριτηρίων.

2) Ο επιπολασμός της Iνομυαλγίας ήταν 1,7% με τα ACR 1990 κριτήρια, 1,2% με τα ACR 2010 κριτήρια και 5,4% με τα ACR 2010 τροποποιημένα κριτήρια.

3) Τόσο η εξειδίκευση όσο και η ευαισθησία όλων των ειδών των κριτηρίων διέφερε εντυπωσιακά.

4) Τα ACR 1990 κριτήρια έδιδαν αναλογία γυναικών/ανδρών, 13,7 προς 1, τα ACR 2010 κριτήρια έδιδαν 4,8 προς 1 και με τα ACR 2010 τροποποιημένα κριτήρια η αναλογία ήταν 2.3 προς 1. 

Υπήρχαν και άλλες διαφορές μεταξύ των διαφόρων ομάδων κριτηρίων, που απλώς τόνιζαν το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ακόμη κριτήρια που μπορεί να στηριχθεί κάποιος με σιγουριά επάνω τους και να θέσει την διάγνωση ή να κάνει διαφοροδιάγνωση της Iνομυαλγίας από άλλες νόσους με παρόμοιες κλινικές εκδηλώσεις.

 Έκτοτε η αντιπαράθεση συνεχίστηκε έντονη. Γιαυτό και τα κριτήρια σχετικά γρήγορα αναμορφώθηκαν με καινούργια κριτήρια αυτά του ACR 2016 (doi: 10.1016/j.semarthrit.2016.08.012).

Οι συγγραφείς του σημερινού άρθρου προσπάθησαν να διαπιστώσουν εάν με αυτά τα νέα κριτήρια είναι δυνατόν κάποιος να διαφοροδιαγνώσει έναν χρόνιο μυοσκελετικό πόνο (> από 3 μήνες) που ομοιάζει με την Ινομυαλγία από την γνήσια Ινομυαλγία (DOI: 10.1186/S12891-023-06572-Χ).

Για τον λόγο αυτό μελέτησαν 166 ασθενείς, άνω των 18 ετών,  τους οποίους διαχώρισαν σε δύο ανεξάρτητες ομάδες, η μία αφορούσε τον χρόνιο πόνο γενικά (83 ασθενείς) και η άλλη αφορούσε άτομα με διαγνωσμένη Ινομυαλγία (83 ασθενείς).  Τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντικές διαφορές (p0,05) και (Cohen's d, ≥ 0,7) στις συγκρίσεις των κοινών και κλασικών κλινικών ευρημάτων μεταξύ των δύο ομάδων (δηλ. εκτεταμένος πόνος, σοβαρότητα συμπτωμάτων, παρών πόνος σε ηρεμία και μετά την κίνηση, κόπωση, σοβαρότητα και αντίκτυπος του πόνου κ.ά. Στην συνέχεια εφάρμοσαν πιο ειδικά εργαλεία όπως το BPI (Brief Pain Inventory)  που μετρά πόσο πόνο προκαλούν επτά καθημερινές δραστηριότητες ενός φυσιολογικού ατόμου (όπως π.χ. περπάτημα, εργασία, διάθεση, χαρά για ζωή, σχέσεις με άλλα πρόσωπα, ποιότητα του ύπνου κ.ά.). την αριθμητική κλίμακα αξιολόγησηs του πόνου και της κόπωσης NPRS (Numerical Pain Rating Scale, σε 11 σημεία, το WPI (Widespread Pain Index) το οποίο θα πρέπει ξεπερνά το 3 στα 6 και το SSS (Somatic Symptom Scale) θα πρέπει είναι περισσότερο από 9, για να είναι θετικό για Ινομυαλγία.

Τα συμπεράσματα τους είναι ότι εάν κάποιος ακολουθήσει τα κριτήρια ACR 2016, τότε τα άτομα με Ινομυαλγία έχουν υψηλότερα επίπεδα πόνου σε ηρεμία ή μετά από κίνηση, παρουσιάζουν εντονότερη κόπωση, μεγαλύτερη μείωση της λειτουργικότητας τους και θα πρέπει τα εργαλεία WPI και SSS να είναι οπωσδήποτε θετικά εάν θέλουμε να θέσουμε την διάγνωση της Ινομυαλγίας, αλλιώς ο ασθενής μας πάσχει από χρόνιο πόνο άλλης αιτιολογίας.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ινομυαλγία είναι δυνατόν να συνυπάρχει με άλλες παθήσεις όπως: Ευερέθιστο έντερο, Κεφαλαλγίες τάσης, Κυστίτιδα, Κροταφογναθικά σύνδρομα, Αγχώδη νεύρωση, Κατάθλιψη, Σύνδρομο ταχυκαρδίας λόγω θέσης, Φλεγμονώδη πολυαρθρίτιδα οποιασδήποτε μορφής κ.ά.

Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό η σίγουρη διάγνωση μιας Ινομυαλγίας είναι ακόμη ένα δύσκολο σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Kατά την ταπεινή μου άποψη μου, θα πρέπει ο κάθε γιατρός να στηριχθεί στο ιστορικό και την κλινική εξέταση του ασθενούς, να ερευνήσει το κοινωνικό περιβάλλον του και στηριζόμενος στην «ενστικτώδη καχυποψία του»  να βάλει την διάγνωση, αφήνοντας τις διάφορες επιστημονικές εταιρίες, να προσπαθούν στο μεταξύ, να καθορίσουν τα συνεχώς αμφισβητήσιμα διαγνωστικά κριτήρια μιας τόσο περίπλοκης νόσου.