02-06-2018

-Μπαμπά, τι είναι διπλωματία;-Διπλωματία, παιδί μου, είναι να λες «καλό σκυλάκι – καλό σκυλάκι» μέχρι να βρεις πέτρα…

-Μπαμπά, τι είναι διπλωματία;-Διπλωματία, παιδί μου, είναι να λες «καλό σκυλάκι – καλό σκυλάκι»  μέχρι να βρεις πέτρα…
 
 
 
 
1.. Ο παπάς είναι έτοιμος για το κυριακάτικο κήρυγμά του, όταν από τον άμβωνα πρόσεξε μια κοπέλα με υπερβολικά μίνι φούστα και ένα ντεκολτέ, που το στήθος της ήταν έτοιμο να πεταχτεί έξω. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο κήρυγμα προς το ποίμνιο και το ματαίωσε, αλλά ζήτησε απ` την κοπέλα να μείνει στην εκκλησία, μετά που όλοι οι άλλοι θα είχαν αποχωρήσει, γιατί ήθελε να της μιλήσει.
Η κοπέλα περίμενε υπομονετικά και όταν όλοι είχαν φύγει, την πλησιάζει ο παπάς και της λέει:
– Τι επιδιώκεις εσύ και έρχεσαι στην εκκλησία ντυμένη έτσι; και της δείχνει το ντεκολτέ της.
– Πάτερ, απαντάει αυτή, γιατί σας ενοχλεί το ντύσιμό μου. Όλοι οι φίλοι μου λένε ότι ακούνε τους αγγέλους να τραγουδούν, όταν βάζουν το κεφάλι τους ανάμεσα στους μαστούς μου.
– Σοβαρά; Για να το ελέγξω! λέει ο παπάς και βάζει το κεφάλι του ανάμεσα στα στήθη της κοπέλας.
– Δεν ακούω τίποτα, της λέει μετά από λίγο.
-Ασφαλώς και δεν ακούτε τίποτα, πάτερ, λέει αυτή. Δεν έχετε… συνδεθεί ακόμη….
 
2. Έχει μερικά λεπτά που σταμάτησε η βροχή  και στο σπίτι το αντρόγυνο συζητά περί φαγητού.
Λέει η γυναίκα:
-Δεν πας λέω Στέλιο μου να μαζέψεις σαλιγκάρια, καιρό έχουμε να φάμε…
-Πολύ καλή  ιδέα», απαντά αυτός, και ξεκινά στους αγρούς να βρει σαλιγκάρια.
Πράγματι, πολλά τα σαλιγκάρια, πέρασε γρήγορα η ώρα, ώσπου κάποια στιγμή το απόγευμα εκεί που μάζευε ο Στέλιος βλέπει τον φίλο του τον Λάζαρο.
– Ρε συ, πάμε να πιούμε κανά κρασάκι, του λέει ο Λάζαρος.
– Μπα, θα με σκοτώσει η γυναίκα μου. Άστο καλύτερα.
– Πάμε ρε, καιρό έχουμε να τα πούμε, επέμενε ο άλλος.
Τελικά κατάφερε να τον πείσει και βρέθηκαν να τα πίνουν με τις ώρες. Το ένα ποτήρι κρασί έφερε το άλλο και πήγε η ώρα περασμένα μεσάνυχτα. Μόλις το παίρνει χαμπάρι ο Στέλιος λέει:
– Θα με σκοτώσει η γυναίκα μου. Της είπα ότι πάω για σαλιγκάρια και λείπω όλη μέρα.
Παίρνει λοιπόν τα σαλιγκάρια του και τρέχει προς το σπίτι. Φτάνοντας στο κατώφλι του σπιτιού του, βλέπει το φως αναμμένο. Αντιλαμβανόμενος τί έχει να ακούσει από τη γυναίκα του που τον περίμενε, ανοίγει τη σακούλα και πετάει τα σαλιγκάρια κάτω. Τότε ανοίγει την πόρτα και βλέπει την γυναίκα του έτοιμη να του χυμήξει  με τον πλάστη στο χέρι. Αμέσως ο Στέλιος γυρίζει το κεφάλι του προς τα πίσω και κάνοντας πως μιλάει στα σαλιγκάρια, λέει:
Άντε ελάτε – ελάτε,  λίγο ακόμα και φτάσαμε…
 
3. Είναι ένας αγρότης με την γυναίκα του στο χωράφι και τσαπίζουν για να σπείρουν.
Ξαφνικά αρχίζει και βρέχει όμως συνεχίζουν χωρίς να ενδιαφέρονται.
Πέφτει ένας κεραυνός σε ένα δέντρο κοντά τους.
Κοιτάει με απορία ο αγρότης στον ουρανό και λέει:
– Εεεε, ντε!
Πέφτει και δεύτερος κεραυνός σε ένα άλλο δέντρο δίπλα τους.
Αγανακτισμένος λέει ο αγρότης:
– Εεεε, ντε!
Ξαφνικά πέφτει τρίτος κεραυνός και χτυπάει την γυναίκα του, κοιτάει στον ουρανό ο αγρότης και λέει:
Αντε μπράβο ντε, τελικά τα κατάφερες!!!