17-01-2015

Το πόσο διαρκεί ένα λεπτό, εξαρτάται από ποια μεριά της πόρτας της τουαλέτας βρίσκεσαι...

Το πόσο διαρκεί ένα λεπτό, εξαρτάται από ποια μεριά της πόρτας της τουαλέτας βρίσκεσαι...
1.  Τί έγινε ρε Μπάμπη, πώς πέθανε η πεθερά σου;
- Από δηλητηριώδη μανιτάρια.
- Και οι μελανιές στο πρόσωπο;
- Δεν ήθελε να τα φάει...
 
2. Λόγος διαζυγίου;
- Για θρησκευτικούς λόγους...
- Δηλαδή;
- Δεν παραδεχόταν πως στο κρεβάτι είμαι Θεός!
 
 
3. Άντρας: Γιατί βλέπεις εκπομπές μαγειρικής; Έτσι κι αλλιώς, μαγειρεύεις χάλια.
Γυναίκα: Κι εσύ γιατί βλέπεις τσόντες;
 
4. Κάποτε, ήταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι και ο παππούς ήταν στα τελευταία του. Ρωτάει τη γιαγιά: 
- "Γυναίκα, τώρα που πεθαίνω, θα ήθελα να ξέρω κάτι." 
- "Ότι θες άντρα μου!" 
- "Πες μου σε παρακαλώ, πόσες φορές με έχεις απατήσει;" 
- "Τι λες τώρα άντρα μου, πότε!" 
Ο παππούς όμως επέμενε κι έτσι την πείθει να απαντήσει. 
- "Σε έχω απατήσει τρεις φορές όλες κι όλες." 
- "Με ποιους;" 
- "Θυμάσαι τότε που ήταν να μπεις στο δημόσιο και σε έβαλε ο Γιάννης;" 
- "Ναι." 
- "Ε, εγώ τον έπεισα να μας βοηθήσει." 
Ο παππούς τα χάνει! 
- "Για πες μου για τη δεύτερη φορά..." 
- "Θυμάσαι τότε που είχες πάρει προαγωγή και είχες γίνει υποδιευθυντής;" 
- "Ναι." 
- "Ε, εγώ είχα μιλήσει με το διευθυντή." 
Ο παππούς τρελαίνεται!!! 
- "Για πες μου και την τρίτη να τελειώνουμε..." 
- "Θυμάσαι που είχες βάλει υποψηφιότητα για δήμαρχος και σου έλειπαν πεντακόσιοι ψήφοι;"
 
 
5. Γιατί απέλυσα τη γραμματέα μου
Πριν από δύο εβδομάδες ήταν τα 45α γενέθλια μου και δεν αισθανόμουν ιδιαίτερα καλά γι αυτό. Κατέβηκα να πάρω το πρωινό μου ξέροντας
ότι η γυναίκα μου θα μου έφτιαχνε το κέφι με τις ευχές της και ίσως και με κάποιο δώρο.
Όχι μόνο δεν μου ευχήθηκε, δεν είπε ούτε «καλημέρα»! «Καλά να πάθεις, που θελες και παντρειές», σκέφτηκα. Παρηγορήθηκα όμως γιατί φανταζόμουνα ότι τα παιδιά θα το θυμόντουσαν. Τα παιδιά όμως κατέβηκαν για πρωινό και δεν είπαν λέξη.
Όταν έφτασα στο γραφείο, ήμουν τελείως πεσμένος και απογοητευμένος.
Καθώς έμπαινα, η γραμματέας μου η Τζάνετ μου είπε, «Καλημέρα κύριε διευθυντά, Ευτυχισμένα Γενέθλια.» Αισθάνθηκα καλύτερα, κάποιος τουλάχιστον με θυμήθηκε. Δούλεψα μέχρι το μεσημέρι. Κάποια στιγμή, η Τζάνετ μου χτύπησε την πόρτα και είπε, «Ξέρετε, Έξω έχει υπέροχο καιρό και μια και είναι τα γενέθλια σας, τι θα λέγατε να πηγαίναμε για γεύμα οι δυο μας;»
«Αυτό είναι η καλύτερη ιδέα που άκουσα σήμερα. Πάμε». Πήγαμε για φαγητό. Δεν πήγαμε εκεί που τρώγαμε συνήθως αλλά σε ένα μικρό απομονωμένο μέρος στην εξοχή. Πήραμε δύο μαρτίνι και απολαύσαμε φοβερά το γεύμα μας. Κατά την επιστροφή μου είπε, «Μια τόσο όμορφη μέρα δεν χρειάζεται να επιστρέψουμε στο γραφείο, έτσι;»
«Υποθέτω πως όχι» απάντησα εγώ. «Πάμε στο διαμέρισμά μου», μου είπε εκείνη. Φτάνοντας στο διαμέρισμα μου είπε, «Κύριε διευθυντά, αν δεν σας πειράζει, θα πάω στο υπνοδωμάτιο να βάλω κάτι πιο άνετο.»
«Βεβαίως», απάντησα ενθουσιασμένος.
Πήγε στο δωμάτιο και, μετά από κανένα πεντάλεπτο, βγήκε κρατώντας μια τούρτα γενεθλίων, ακολουθούμενη από τη γυναίκα μου, τα παιδιά, και ντουζίνες ολόκληρες από οικογενειακούς φίλους. Όλοι τραγουδούσαν το τραγουδάκι των γενεθλίων. και εγώ καθόμουν εκεί, στον καναπέ. Θεόγυμνoς.