14-02-2017

Ινομυαλγία και κνησμός: Αίτια και θεραπευτική αντιμετώπιση. Σ. Δικαίου, Ρευματολόγος, (stavrouladikeou@windowslive.com).

Ινομυαλγία και κνησμός: Αίτια και θεραπευτική αντιμετώπιση.
Σ. Δικαίου, Ρευματολόγος, (stavrouladikeou@windowslive.com).
 
 
 
Η ινομυαλγία είναι μία διαταραχή η οποία προκαλεί διάχυτο πόνο. Ένα από τα σπάνια συμπτώματα αυτής της διαταραχής που εμφανίζεται σε έναν πολύ μικρό αριθμό ασθενών είναι και ο κνησμός. 
Από επιδημιολογικές μελέτες που έχουν γίνει στις ΗΠΑ φαίνεται να υποφέρουν από ινομυαλγία 5 εκατομμύρια Αμερικανοί πάνω από 18 ετών. Τα πιο συχνά συμπτώματα της ινομυαλγίας περιλαμβάνουν εκτεταμένο πόνο, έντονη κόπωση και διαταραχές ύπνου. Λιγότερο συχνά συμπτώματα είναι το “μούδιασμα ή μυρμήγκιασμα” των άκρων χειρών και των άκρων ποδών, οι κεφαλαλγίες, η ευερεθιστότητα, η συχνή ούρηση κατά την διάρκεια της νύκτας και το ευερέθιστο έντερο.
Ο κνησμός δεν αναφέρεται συχνά σαν σύμπτωμα γιατί είναι σχετικά σπάνιο. Σε μία μελέτη κατά την οποία διερευνήθηκε η συχνότητα των προβλημάτων που σχετίζονται με το δέρμα σε άτομα με ινομυαλγία, κνησμός μη καθορισμένης αιτιολογίας αναφέρθηκε στο 3,3% των πασχόντων. Άλλα προβλήματα από το δέρμα που αναφέρθηκαν ήταν υπεριδρωσία (32%), αίσθηση καψίματος στο δέρμα ή στους βλεννογόνους (3,4%), ποικίλες ασυνήθιστες δυσαισθησίες στο δέρμα (1,7%), δερματικές αλλοιώσεις λόγω συνεχούς “ξυσίματος”, κνησμωδών οιδημάτων άνω και κάτω άκρων ή λέπτυνσης του δέρματος  (1,9%) και μη κνησμώδη φλεγμονή του δέρματος (9,1%).
Οι άνθρωποι με ινομυαλγία είναι πιο ευαίσθητοι στον πόνο, στα διάφορα αισθητικά ερεθίσματα και στην αφή σε σχέση με αυτούς που δεν παρουσιάζουν αυτή την διαταραχή. Ως εκ τούτου οποιοδήποτε δερματικό πρόβλημα πιθανόν το αισθάνονται σαν “ τρύπημα βελόνας” ή σαν κνησμό.
Όπως είναι γνωστό το Αμερικάνικο Κολλέγιο Ρευματολογίας (ACR) έχει δημοσιεύσει κριτήρια για την διάγνωση της ινομυαλγίας.
Σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια πρέπει ο ασθενής να έχει πόνο και  άλλα συμπτώματα  την τελευταία εβδομάδα πριν την εξέταση τουλάχιστον σε 7 από 19 συγκεκριμένες περιοχές του σώματος. Ο αριθμός των επώδυνων περιοχών βαθμολογείται από 0-19 και καθορίζεται έτσι το score  για κάθε ασθενή του δείκτη WPI (Widespread Pain Index). Μετά τον προσδιορισμό του δείκτη WPI, το επόμενο βήμα είναι να προσδιοριστεί η σοβαρότητα των συμπτωμάτων με το Symptom Severity (SS) score . Το SS score είναι το άθροισμα της σοβαρότητας 3 συμπτωμάτων (κόπωσης, μη αναζωογονητικού ύπνου και γνωσιακών συμπτωμάτων)  και επιπλέον της σοβαρότητας διάφορων γενικών σωματικών συμπτωμάτων. Ένα από τα γενικά σωματικά συμπτώματα είναι και ο κνησμός. Η βαθμολόγηση της σοβαρότητας των συμπτωμάτων κυμαίνεται από 0-3, όπου το 0 δηλώνει κανένα πρόβλημα και το 3 πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ο γιατρός λοιπόν  πρέπει, σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του ACR, να υπολογίσει το score από τον δείκτη WPI και το ολικό SS score για να διαγνώσει εάν κάποιος ασθενής πάσχει από ινομυαλγία. Όλα τα συμπτώματα πρέπει να έχουν διάρκεια τουλάχιστον 3 μήνες σε παρόμοιο επίπεδο και βέβαια να μην υπάρχει κάποια άλλη πάθηση που θα εξηγεί αυτή την συμπτωματολογία.
Η αιτία του κνησμού στα άτομα που πάσχουν από ινομυαλγία δεν είναι ξεκάθαρη. Πιθανόν να υπάρχει κάποια διαταραχή του ΚΝΣ ή κάποια διαταραχή στα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών. Το ΚΝΣ αποτελείται από τον εγκέφαλο, τον νωτιαίο μυελό και τα νεύρα και δέχεται πληροφορίες από όλο το σώμα μέσω ενός δικτύου νευρικών κυττάρων. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι στα άτομα που πάσχουν από ινομυαλγία υπάρχουν αλλαγές στον  τρόπο με τον οποίο το ΚΝΣ επεξεργάζεται τα μηνύματα του πόνου. Οι αλλαγές αυτές συμβαίνουν πιθανόν λόγω διαταραχών στα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών που εμπλέκονται στον πόνο. Διάφοροι ερευνητές επίσης πιστεύουν ότι οι υποδοχείς του πόνου στον εγκέφαλο μπορούν να αναπτύξουν μία μυική μνήμη πόνου. Αυτό μπορεί να είναι η αιτία του ότι τα άτομα με ινομυαλγία γίνονται πιο ευαίσθητα στα σήματα του πόνου και αντιδρούν υπερβολικά σε αυτά.
Ο κνησμός στην ινομυαλγία μπορεί να προκαλείται από ενεργοποίηση κύριων νευρικών ινών που έχει ως αποτέλεσμα την αίσθηση του κνησμού. Ο κνησμός και ο πόνος μοιράζονται ένα κοινό μονοπάτι νευρικών ινών στον νωτιαίο μυελό και επίσης ενεργοποιούν τις ίδιες περιοχές αισθητικότητας στον εγκέφαλο. Κάποιος λοιπόν που είναι ευαίσθητος στον πόνο, μπορεί να είναι επίσης ευαίσθητος και στον κνησμό. Η συνεχής αίσθηση του κνησμού προκαλεί την έντονη τάση “ξυσίματος” του δέρματος, κάτι που αρχικά απαλύνει την αίσθηση του κνησμού, όμως στην συνέχεια προκαλεί βλάβες στο δέρμα και επιδείνωση αυτού του αισθήματος.
Τα άτομα που πάσχουν από ινομυαλγία έχουν διαταραχές στα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών ντοπαμίνης, νοραδρεναλίνης και σεροτονίνης στον εγκέφαλο. Μελέτες που έχουν γίνει σε πειραματόζωα σχετικά με τον ρόλο της σεροτονίνης  στο δέρμα βρήκαν μη φυσιολογικά επίπεδα σεροτονίνης στα πειραματόζωα που παρουσίαζαν κνησμό. Άλλοι ερευνητές επίσης βρήκαν ότι όταν απελευθερώνεται σεροτονίνη σε απάντηση στον πόνο, ειδικοί υποδοχείς ενεργοποιούνται και προκαλείται κνησμός.
Το “ξύσιμο” του δέρματος όταν υπάρχει η αίσθηση του κνησμού απελευθερώνει σεροτονίνη σαν αναλγητικό, όμως συγχρόνως ενεργοποιεί πάλι τους υποδοχείς και προκαλεί περισσότερο κνησμό.
Οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης  σεροτονίνης (Selective Serotonin Reuptake Inhibitors-SSRIs), όπως η sertaline και η fluoxetine μπορεί να βοηθήσουν την αίσθηση του κνησμού.
Κνησμό επίσης μπορεί να προκαλέσουν και διάφορα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην θεραπεία της ινομυαλγίας όπως παυσίπονα, αντικαταθλιπτικά και αντιεπιληπτικά. Η ibuprofen, η naproxen και η tramadol συχνά έχουν ως παρενέργεια τον κνησμό ενώ σπάνια η acetaminophen και η pregabaline. Τα αντικαταθλιπτικά duloxetine και milnacipran αρκετά συχνά προκαλούν ως παρενέργειες αίσθηση “καψίματος”, ανατριχίλας, κνησμού, μουδιάσματος, τρυπήματος ή μυρμηγκιάσματος. Εάν σε ένα άτομο που λαμβάνει φάρμακα για την ινομυαλγία παρουσιαστεί κνησμός θα πρέπει πρώτα  να αποκλειστεί η πιθανότητα αλλεργικής αντίδρασης και μετά ίσως πρέπει να διαφοροποιηθεί η δοσολογία.
Συστάσεις για την θεραπεία του κνησμού στην ινομυαλγία δεν υπάρχουν. Η ελάττωση του πόνου μπορεί να θεραπεύσει και τον κνησμό ο οποίος ενεργοποιείται από τον πόνο στην ινομυαλγία. Φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην ινομυαλγία είναι τα αναλγητικά (acetaminophane, ibuprofen και naproxen sodium ή η tramadol), τα αντικαταθλιπτικά (duloxetine, milnacipran και amitriptyline) και τα αντιεπιληπτικά (gabapentin και pregabalin). Εάν ένα από τα παραπάνω φάρμακα προκαλέσει κνησμό, τότε πιθανόν να χρειαστεί η αλλαγή φαρμάκου ή δοσολογίας.
Σχετικά με τον κνησμό που προκαλείται από τις βλάβες του δέρματος λόγω “ξυσίματος” οι παρακάτω απλές οδηγίες μπορεί να απαλύνουν την δυσάρεστη αυτή αίσθηση:
- Ενυδάτωση του δέρματος τουλάχιστον μία φορά την ημέρα, ειδικά μετά το μπάνιο
- Αποφυγή αρωματικών σαπουνιών ή αρωματικών λοσιόν.
- Χρήση κρεμών ή λοσιόν για μικρό χρονικό διάστημα που περιέχουν hydrocortisone ή capsaicin.
- Αναισθητικές κρέμες ή λοσιόν.
- Αποφυγή “ξυσίματος”.
- Εφαρμογή κρύων επιθεμάτων.
- Ελαχιστοποίηση του stress με την βοήθεια της γνωσιακής συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας (cognitive behavioral therapy) ή μεθόδων χαλάρωσης όπως είναι η yoga.
Ο επίμονος κνησμός μπορεί να επηρεάσει τον ύπνο και η έλλειψη ύπνου να χειροτερεύσει τα συμπτώματα της ινομυαλγίας. Επίσης το συνεχές “ξύσιμο” του δέρματος μπορεί προκαλέσει λοιμώξεις.
Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι ο κνησμός που σχετίζεται με την ινομυαλγία είναι σπάνιος. Όμως προκαλεί ένα εξαιρετικά δυσάρεστο πρόβλημα σε αυτόν που τον αισθάνεται και θα πρέπει να γίνει προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ανάλογα με την αιτιολογία του από τον γιατρό που παρακολουθεί τον ασθενή.
 
 
Βιβλιογραφία
-
- 1. Laniosz V, Wetter DA, Godar DA. Dermatologic manifestations of fibromyalgia. Clinical rheumatology. 2014 Jul; 33(7):1009-13.  Manuel P. Pereira, Andreas E. Kremer, 
- 2. Thomas Mettang, Sonjia Stander. Pruritus in the Absense of Skin Disease: Pathophysiology, Diagnosis and Treatment.Am J Clin Dermatology. 2016; 17(4):337-348. Chronic 
- 3.Wolfe F., et al. The American College of Rheumatology Preliminary Diagnostic Criteria for Fibromyalgia and Measurement of Symptom Severity. Arthritis Care & Research Vol. 62, No. 5, May 2010, pp 600 – 610.